Σας έγραψα για τη Φιλαδέλφεια χθες, αλλά ίσως έπρεπε να είχα ξεκινήσει από την Ουάσινγκτον. Ίσως και όχι, δεν ξέρω.
Η Ουάσινγκτον ήταν ο πρώτος σταθμός του ταξιδιού μας στο IVLP, η πόλη στην οποία πρωτοφτάσαμε, η πόλη στην οποία πρωτογνωριστήκαμε, η πόλη στην οποία καταλάβαμε πώς θα κυλούσαν οι επόμενες τρεις εβδομάδες. Μια πόλη-επιχειρησιακό κέντρο, κατά μία έννοια. Με μια καλή έννοια. Με λογική ρυμοτομία, καθαρά κτίρια, σημαντικούς οργανισμούς, συνέπεια στον προγραμματισμό, ενδιαφέροντες ανθρώπους που, για να έχουν φτάσει να ζουν και να δουλεύουν εκεί κάτι έχουν κάνει καλά στη ζωή τους.
Σ’ αυτή την πόλη είδα και την πρώτη μου αμερικανική παράσταση θεάτρου.
Στο IVLP οι συμμετέχουσες ομάδες έχουν στη διάθεσή τους ένα κοινό πολιτιστικό μπάτζετ -ένα ποσό που μπορούν να αξιοποιήσουν σε δραστηριότητες πολιτιστικού χαρακτήρα, αλλά μόνο συλλογικά, δηλαδή μόνο αν πάνω από τα μισά μέλη της ομάδας αποφασίσουν ότι θέλουν να πάνε να δουν ή να ακούσουν κάτι, μαζί: έναν αγώνα μπέιζμπολ, μια έκθεση σε ένα μουσείο, μια συναυλία, μια θεατρική παράσταση.
Αυτό σήμαινε ότι, μετά το τέλος της ψηφοφορίας μας, την τρίτη μέρα του προγράμματος, 16 (νομίζω) από τις 20 κανονίσαμε να πάμε στο Six, ένα μιούζικαλ για τις 6 (προφανώς) συζύγους του Ερρίκου του Η’, οι οποίες (spoiler) στην αρχή ανταγωνίζονται για το ποια βασανίστηκε/αδικήθηκε/καταστράφηκε περισσότερο και άρα αξίζει να μείνει στην ιστορία, αλλά στο τέλος ενώνονται στη συνειδητοποίηση ότι αυτό ακριβώς ζητά η ιστορία από αυτές: να ανταγωνίζονται για λάθος πράγματα και να διαιωνίζουν έτσι τη γυναικεία υποταγή.
Η παράσταση δεν ήταν βέβαια Hamilton, αλλά ήταν μια πολύ καλή λαϊκή παραγωγή με ξεσηκωτικά (ναι, ξεσηκωτικά) τραγούδια: κάτι ανάμεσα σε Μπρόντγουέι και Θέατρο Αλίκη, λίγο παράταιρο με τις πρωινές μας επισκέψεις στη World Bank και το Halcyon, το social impact incubator που στοιχειώνει τα όνειρά μου, αλλά πάντως μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Όχι για τη μουσική ή για τα βελούδινα καθίσματα ή για το soft φεμινιστικό μήνυμα του έργου, αλλά γι’ αυτό που μου αποκάλυψε για την πραγματική, αθέατη και σαρωτική έννοια και επίδραση του πολιτισμού -μιας χώρας, ενός λαού, μιας ηπείρου.
Με χτύπησε πολύ πριν μπούμε στο θέατρο: τη στιγμή που αρχίσαμε να συγκεντρωνόμαστε στο λόμπι του ξενοδοχείου με τα “καλά” μας.
Ως εκείνη τη στιγμή, τις τρεις πρώτες μέρες του προγράμματος, είχαμε δει η μία την άλλη με το μπίζνες σμαρτ/κάζουαλ ντύσιμο που απαιτούσε το πρωτόκολλο του IVLP: κοστούμια ή σκέτα σακάκια, φορέματα και υφασμάτινα παντελόνια, πουκάμισα και ζακέτες για το πολικό ψύχος των αμερικανικών γραφείων, που έμπαιναν στις τσάντες αμέσως μόλις βγαίναμε στον καύσωνα του καλοκαιριού και ξανάβγαιναν, 30 δευτερόλεπτα αργότερα, όταν μπαίναμε ξανά στον παγετό του πούλμαν. Λίγες μαντίλες, που δεν έβγαιναν ποτέ, και από παπούτσια σεμνά μοκασίνια και μπαλαρίνες, άντε και κάποιο χαμηλοτάκουνο πέδιλο για τις αφρικανές και λατινοαμερικάνες φίλες μας, όταν υπήρχε εγγυημένο μεταφορικό μέσο για την απόσταση που είχαμε να διανύσουμε. Και το βράδυ, όταν σερνόμασταν σε μικρότερες παρέες σε κάποιο κοντινό εστιατόριο για να φάμε κάτι, θες λόγω της κούρασης ή της έλλειψης πούλμαν, δεν άλλαζαν και πολλά -ίσως λίγο μέικ απ παραπάνω ή ένα φόρεμα λίγο πιο χρωματιστό.
Γι’ αυτό και τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για το θέαμα που αντίκρισα κατεβαίνοντας αργά εκείνο το απόγευμα τις σκάλες του ξενοδοχείου.
Είχα φορέσει ένα από τα πρωινά εκείνα φορέματα, με λίγο μέικ απ παραπάνω και μια ζακέτα πιο χρωματιστή -κάτι από τα μετρημένα πράγματα που είχα στριμώξει στη μία και μοναδική βαλίτσα μου, γιατί είχα επιμείνει ότι πρέπει να ταξιδέψω μαζεμένα, να μπορώ να κουβαλήσω τα μπαγκάζια μόνη μου όποτε χρειαζόταν. Εξάλλου, ακόμα και δεύτερη βαλίτσα να είχα, δεν υπήρχε περίπτωση να είχα φέρει ως την άλλη άκρη του Ατλαντικού κάτι που, έστω και λίγο, θα έμοιαζε με την πανδαισία που απλωνόταν τώρα μπροστά μου.
Υπήρχαν αστραφτερά σάρια και δωδεκάποντα σανδάλια, γόβες με στρας και λαμέ φορέματα με αβυσσαλέα ντεκολτέ, εκθαμβωτικά κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, μπλε και πορτοκαλί, πολύχρωμα μεταξωτά μαντίλια και άπειρα κοσμήματα, παντού. Ή μπορεί να μην ήταν παντού, αλλά να φαινόταν έτσι. Η Αφρική, η Λατινική Αμερική, η Καραϊβική και η Ασία είχαν πλημμυρίσει το λόμπι με χρώματα, λάμψη και όγκο. Ο όγκος των σωμάτων είχε απελευθερωθεί, ο όγκος των μαλλιών απλωνόταν παντού, ο όγκος της φωνής γέμιζε το χώρο, ο όγκος της έκφρασης και του συναισθήματος έκανε εμάς τις υπόλοιπες, τις χλωμές, με τα ήσυχα φορέματα, τα ουδέτερα σακάκια και τις ακίνδυνες διαστάσεις να μοιάζουμε με έφηβες μαθήτριες κάποιας βροχερής Οξφόρδης.
Στην αρχή δεν μου ήταν σαφές τι συνέβαινε ακριβώς. Η πρώτη μου αυθόρμητη αντίδραση ήταν ένα μακρόσυρτο eye roll για την υπερβολή, για την υπερβολική πληθωρικότητα, για τα διαφανή ψηλοτάκουνα πέδιλα και τα ασυμμάζευτα σκισίματα από τα οποία ξεχείλιζε σκουρόχρωμη σάρκα, τις παγέτες και τα υπερβολικά αρώματα. Οι ευρωπαίες συνταξιδιώτισσες έκαναν περίπου το ίδιο. Σιγά, ένα θέατρο ήταν, δεν πηγαίναμε και σε πρωτοχρονιάτικο πάρτι χιλιετίας.

Καθώς όμως περπατούσαμε προς το θέατρο, με τα άνετα φλατ παπούτσια και τις χαμηλόφωνες συζητήσεις μας, κάτι άρχισε να με βαραίνει. Δεν ήταν κάποια ανασφάλεια για τα ρούχα μου ή την εμφάνισή μου, δεν ήταν κάποια σύγκριση της εξωτερικής μας εικόνας ή της “αισθητικής” της αξίας. Ήταν η συνειδητοποίηση της διαφοράς στον χώρο που ένιωθα ότι δικαιούμαι να καταλάβω, εγώ και εκείνες.
Από τη μία ήταν οι καινούριες Μαύρες μου φίλες, με τα μεγάλα σώματα, τα έντονα ρούχα, τα βροντερά γέλια, τα αιτήματα για περισσότερα ταξί, γιατί ήταν αδύνατο να φτάσουν στο θέατρο με τα δωδεκάποντα, τις δύο και τρεις (όπως συνειδητοποίησα αργότερα) βαλίτσες τους, την απόλαυση του να διεκδικούν και να καταλαμβάνουν τον χώρο τους μέσα στο χώρο. Και ήμουν κι εγώ, που έχω ζήσει 41 χρόνια ζωής προσπαθώντας να μην απλωθώ πολύ και ξεφύγω από τη θέση που μου αναλογεί. Να μη βαρύνω τους άλλους με μπαγκάζια που δεν ήταν σίγουρο ότι χρειαζόμουν.
Από τη μία ήταν η χαρά της ζωής και από την άλλη το στρίμωγμα της προσοχής.
Ένα μέρος αυτής της απόστασης, αυτής της χαράδρας που μας χώριζε, είναι καθαρά προσωπικό. Έχει να κάνει με το ποια είμαι εγώ, πώς μεγάλωσα, πώς έχω μάθει να αισθάνομαι, να συμπεριφέρομαι και να επικοινωνώ. Έχει να κάνει με την προσωπικότητα, την οικογένεια, τα τραύματά μου, την ανορεξία μου. Ξέρω αρκετές Δυτικές γυναίκες που ντύνονται πιο εντυπωσιακά από μένα, που διεκδικούν με πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση τον χώρο τους, με τις κινήσεις, τη φωνή, το άρωμα, το σώμα τους.
Ένα άλλο, μεγαλύτερο, όμως, μέρος αυτής της διαφοράς είναι καθαρά πολιτισμικό. Η Καρίν, η Πρισίλα, η Νόντι, η Μπαχία, έχουν ξεχωριστές προσωπικότητες, οικογένειες, τραύματα, καταβολές. Είναι όμως όλες διαποτισμένες με το συλλογικό βίωμα της πληθωρικότητας ως δύναμης, της ομορφιάς και της έκφρασης ως δικαιώματος, του αισθησιασμού ως χαράς και ως επιρροής.
Ανεβαίνοντας τα σκαλιά του The National Theatre της Ουάσινγκτον, ένιωσα προδομένη. Προδομένη από μια κουλτούρα που εκθειάζει τη διακριτικότητα και τη “χάρη”, προωθεί την ησυχία και την αορατότητα, επιβραβεύει τη συγκράτηση του συναισθήματος, ακόμα και της χαράς. Θυμωμένη που, μέσα στην αίσθηση ενός “παγκοσμιοποιημένου” πολιτισμού, που μπατάρει εμφανώς προς τη δική μας πλευρά του κόσμου, έχουμε μάθει να πιστεύουμε ότι αυτά είναι καθολικά τα ιδανικά της θηλυκότητας -ίσως και της ανθρώπινης φύσης- και πως οτιδήποτε ξεφυτρώνει στον αντίποδα είναι στην καλύτερη περίπτωση εξωτικό, αλλά συνήθως υπερβολικό, κιτς, αντιαισθητικό και κατακριτέο.
Επιστρέφοντας εκείνο το βράδυ από το θέατρο, μπήκα στο ασανσέρ με δύο από τις συνταξιδιώτισσές μου και έναν ακόμη ένοικο του ξενοδοχείου, Αμερικανό. Κολλήσαμε με τη Γερμανίδα φίλη μου σαστισμένες στον τοίχο του ασανσέρ, καθώς η 21χρονη Ντ., ψηλότερη από όλες, έσκυβε με το κόκκινο λαμέ ντεκολτέ, μέσα από το οποίο ξεχείλιζε το πλούσιο στήθος της, πάνω από τον άγνωστό μας κύριο για να πατήσει το κουμπί του ορόφου μας. Σχολίαζε και γελούσε ενθουσιασμένη, αφηγούμενη μια σκηνή της παράστασης, όπου οι έξι πρώην σύζυγοι τραγουδούν:
Before we drop the curtain/ Nothing is for sure
Nothing is for certain/All that we know is that
We used to be six wives/But now we’re one of a kind
Εμείς ήμασταν 20, σκέφτηκα και δεν ήμουν πλέον σαστισμένη.
Και τίποτα δεν ήταν σίγουρο πια γιατί είχαμε τη μοναδική ευκαιρία να δούμε η καθεμία τον κόσμο και τον πολιτισμό της καθημερινότητάς μας μέσα από τα μάτια των άλλων.