Προσπάθησα χθες να βάλω τα milestones της χρονιάς σε μια σειρά. Ήταν τρία: το ταξίδι στην Αμερική, οι σχολικές μεταβάσεις των παιδιών μου και η ιστορία με τη μαμά μου. Προσπαθώ όμως εδώ και καιρό να βάλω τα milestones του ταξιδιού στην Αμερική σε μια σειρά. Είναι σαφώς δυσκολότερο. Όχι μόνο γιατί ένα ταξίδι τριών εβδομάδων σε τέσσερις πόλεις της Αμερικής, μαζί με 20 άγνωστες γυναίκες απ’ όλο τον κόσμο, το οποίο έρχεται ως επιστέγασμα της πίστης που έχουν άλλοι άνθρωποι σε σένα, είναι από μόνο του ένα milestone. Και γι’ αυτό, φυσικά, αλλά και γιατί το International Visitor Leadership Program, που τρέχει με τον ίδιο πάνω-κάτω τρόπο από το 1940 και ταξιδεύει πάνω από 5000 άτομα κάθε χρόνο στις ΗΠΑ, είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε μια εμπειρία ζωής να αποκτά την έκταση μιας -έστω προσωρινής- καθημερινότητας και η καθημερινότητα αυτή να εμπεριέχει 100 εμπειρίες ζωής, τις οποίες χρειάζεσαι χρόνο, πολύ χρόνο, για να αποκωδικοποιήσεις. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω. 

Έφτασα στην Ουάσινγκτον στις 16 Ιουλίου του 2022 και μόλις σήμερα, 29 Δεκεμβρίου του 2022 (ευτυχώς) κατάφερα να βάλω σε γραμμένες λέξεις τρία από τα πιο σημαντικά μαθήματα που πήρα μαζί μου επιστρέφοντας, Αύγουστο πια, στην Ελλάδα. Θα τα ανεβάσω σήμερα, αύριο και μεθαύριο εδώ, με την ευχή η νέα χρονιά να είναι πιο γεμάτη, χάρη σε αυτά, αλλά να μου αποκαλύψει κι άλλα. 

Πρώτα λίγο πλαίσιο: το πρόγραμμα IVLP στο οποίο συμμετείχα, είχε ως θέμα του τη γυναικεία επιχειρηματικότητα και φιλοξενούσε, εκτός από μένα, άλλες 19 γυναίκες, 21-45 ετών περίπου, 18 χώρες. Από τις 20 που ήμασταν συνολικά, οι 10 ήταν μη λευκές γυναίκες, από την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική, εξίσου διαφορετικές μεταξύ τους, στην ηλικία και το επαγγελματικό υπόβαθρο, με όλες τις υπόλοιπες. 

Σε καθεμία από τις 4 πόλεις που είδαμε στη διάρκεια του προγράμματος, επισκεπτόμασταν όλες μαζί διεθνείς, ομοσπονδιακούς και πολιτειακούς οργανισμούς που ασχολούνται, από διαφορετικές οπτικές γωνίες, με την επιχειρηματικότητα των γυναικών, θερμοκοιτίδες, πανεπιστήμια και φυσικά γυναίκες επιχειρηματίες. Ο στόχος αυτών των επαφών ήταν από τη μία να γνωρίσουμε γυναικείες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες που χτίζονται ή μεγαλώνουν αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ και από την άλλη να αποκτήσουμε μια καλή εικόνα των πρακτικών που υιοθετούν οι διάφοροι θεσμοί για να στηρίξουν και να προωθήσουν τη γυναικεία επιχειρηματικότητα συνολικά.

Το IVLP, ωστόσο, δεν αφορά αποκλειστικά τη γυναικεία επιχειρηματικότητα -περιλαμβάνει προγράμματα με διαφορετικές θεματικές εστιάσεις -από την οικονομία, την ένταξη παιδιών μεταναστευτικού προφίλ στο εκπαιδευτικό σύστημα των χωρών υποδοχής και την ενεργειακή πολιτική μέχρι τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική. Ούτε και είναι το μοναδικό πρόγραμμα ανταλλαγών που τρέχει το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ: υπάρχουν πολλά τέτοια προγράμματα, με διαφορετική στόχευση και διαφορετική γεωγραφική εμβέλεια, τα οποία υλοποιούνται παράλληλα, διαρκώς και κάποιες φορές σε συσχετισμό μεταξύ τους. Ένα από αυτά είναι και το Mandela Washington Fellowship for Young African Leaders το οποίο, τα τελευταία 10 χρόνια, έχει φέρει στην Αμερική πάνω από 5.000 νέους και νέες από την Υποσαχάρια Αφρική, με στόχο την ανάπτυξή τους σε θέματα ακαδημαϊκά αλλά και ηγεσίας.

Παρένθεση: τα μη λευκά άτομα που συμμετέχουν σε προγράμματα ανάπτυξης δεξιοτήτων ηγεσίας, όπως το  IVLP και το Mandela Washington Fellowship, μοιάζουν σε πολλά με τους/τις αντίστοιχους/ες λευκούς/ές συμμετέχοντες/ουσες -έχουν ιδέες και αποφασιστικότητα, έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες και έχουν κάνει κάποια διαφορά στις κοινότητές τους, είναι (με τον τρόπο του το καθένα) φιλόδοξα και αισιόδοξα- και ταυτόχρονα διαφέρουν σε κάτι πολύ, μα πάρα πολύ σημαντικό: ακόμα κι αν τα ίδια έχουν μεγαλώσει σε περιβάλλοντα με σχετική οικονομική ασφάλεια ή ακόμα και ευημερία, πολύ συχνά προέρχονται από χώρες σε μακροχρόνια εμπόλεμη κατάσταση, με σοβαρά προβλήματα πολιτικής αστάθειας και παραβίασης ανθρώπινων δικαιωμάτων και, φυσικά, ακραία φτώχεια. Με άλλα λόγια: η δουλειά που κάνουν δεν αποσκοπεί στο να κάνει μια βιώσιμη κατάσταση καλύτερη, όπως η Δυτική δική μας, και η παρουσία τους στο πρόγραμμα δεν είναι, τις περισσότερες φορές, το κερασάκι σε μια τούρτα ασφαλούς και άνετης ζωής, όπως είναι για εμάς. 

Η Αμάλ ταξίδεψε 3 ολόκληρες ημέρες για να βγει από τη Γάζα με μόνο υφασμάτινα υπάρχοντα πάνω της και να φτάσει στην Αμερική. Όταν αποχαιρετιστήκαμε, τον Αύγουστο, μου είπε “θα ξαναβρεθούμε, αν μείνουμε για μερικά χρόνια ακόμα ζωντανοί”.

Η Μαγιάντα στα 30 της ζει με τους γονείς της στο Σουδάν γιατί δεν μπορεί καν να κυκλοφορήσει έξω χωρίς ανδρική συνοδεία.

Η Νταμαγιάνθι είναι η μόνη γυναίκα από την οικογένειά της που εργάζεται και η μόνη που έχει βγει ποτέ από τη Σρι Λάνκα.

Το διακύβευμα της παρουσίασης τους στο πρόγραμμα είναι απείρως μεγαλύτερο, πιο πολυσύνθετο και πιο σημαντικό από το δικό μας. Ταυτόχρονα, η απόσταση που τα χωρίζει από τα περισσότερα άλλα συνομήλικα άτομα στη χώρα τους είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με τη δική μας (που μπορεί να είναι και ανύπαρκτη): για να βρεθούν εκεί, τα άτομα αυτά έχουν ήδη ανοίξει δρόμους πολύ πιο δύσκολους από τους δικούς μας -δρόμους πολύτιμους για περισσότερα άτομα απ’ όσα επηρεάζουμε ποτέ εμείς, στην ανεπτυγμένη Δύση.

Κλείνει η παρένθεση.

Ένα πολύ ζεστό μεσημέρι προς τα τέλη του Ιουλίου, βρεθήκαμε με τις 19 συνταξιδιώτισσές μου σε μια μεσαίου μεγέθους αίθουσα του Πανεπιστημίου Drexel στην Φιλαδέλφεια, για να παρακολουθήσουμε μια διάλεξη γύρω από το πώς λειτουργεί η κοινωνική αλλαγή, παρέα με μια ομάδα από 60 Mandela Fellows, που τύχαινε να βρίσκονται τις ίδιες μέρες στην πόλη. Ωστόσο οι Mandela Fellows έμπλεξαν στην κίνηση και έφτασαν στο Πανεπιστήμιο καθυστερημένοι: θα είχαμε μόνο μία ώρα μαζί, μέσα σε μια ελαφρώς αποπνικτική αίθουσα που μας χωρούσε ίσα-ίσα, με μηδενική φυσική αποστασιοποίηση, και δεν θα προλαβαίναμε καθόλου να γνωριστούμε. Αλλά και οι κανονισμοί του δικού τους προγράμματος ήταν πολύ λιγότερο αυστηροί από τους δικούς μας, με αποτέλεσμα κανείς τους να μη φοράει μάσκα. Και ο βαθμός πολυπλοκότητας δεν σταματούσε εδώ: στην ομάδα των MF συμμετείχαν και δύο κωφάλαλοι νέοι, οι οποίοι, όπως και η δική μας παραπληγική Καρολίνα από τις Αζόρες, συνοδεύονταν από τους βοηθούς τους: 4 διερμηνείς της νοηματικής, που στέκονταν γύρω μας, έτσι ώστε να μπορούν αποτελεσματικά να μεταφράζουν τα προφορικά αγγλικά σε αγγλική νοηματική, την αγγλική νοηματική στην κονγκολέζικη ή την αιθιοπική και στη συνέχεια αντίστροφα, μέχρι να φτάσει ξανά σ’ εμάς η προφορική, αγγλόφωνη πληροφορία που είχαν να μοιραστούν. Στη 1 το μεσημέρι, με τη ζέστη, την αγωνία του κόβιντ, τα 80+ άτομα γύρω μου που μιλούσαν δυνατά και τους 4 διερμηνείς που χειρονομούσαν ευλόγως ακατάπαυστα, το αισθητηριακό φορτίο, εσωτερικό και εξωτερικό, είχε ήδη ξεφύγει για μένα πολύ έξω από το συνηθισμένο.

Η δουλειά μας για την επόμενη μία ώρα ήταν να συζητήσουμε, πρώτα σε μικρές ομάδες και ύστερα στην ολομέλεια, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες επιχειρηματίες στις χώρες και τις περιοχές μας και τις λύσεις που θα είχαμε να προτείνουμε για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις αυτές. Στη θεωρία, είχαμε όλες και όλοι κάτι να συνεισφέρουμε: αγρότισσες, φοιτητές και ακαδημαϊκοί, start-upers και κοινωνικοί επιχειρηματίες, καλλιτέχνιδες και ακτιβιστές, ιδιοκτήτριες οικογενειακών επιχειρήσεων, πολιτικοί, βιοτέχνες και οικονομολόγοι, Μεσόγειος, Μέση Ανατολή, Δύση, αναπτυσσόμενες χώρες, πλούσιες χώρες, απομονωμένες περιοχές, κράτη που παραβιάζουν καθημερινά κάθε μορφής ανθρώπινο δικαίωμα, χώρες με υψηλά ποσοστά διαφθοράς, χώρες σε πόλεμο, χώρες-μέλη συνομοσπονδιών, χώρες των 52 χιλιάδων κατοίκων, χώρες των 215 εκατομμυρίων κατοίκων -στο ιδανικό συμπεριληπτικό τραπέζι των ονείρων μας, όλες και όλοι θα καταθέταμε τις εμπειρίες, τις ελπίδες και τις ιδέες μας και θα φεύγαμε από το ελαφρώς μίζερο Drexel University πλουσιότεροι και πλουσιότερες, με όλη τη φόρα και τη σοφία που χρειαζόμαστε για να αλλάξουμε τον κόσμο. Στην πράξη, 10 από εμάς φύγαμε μουδιασμένες, ενοχικές, σιωπηλές και καταβεβλημένες, με έναν αδιανόητο πονοκέφαλο. Και δεν μάθαμε ποτέ πώς έφυγαν οι υπόλοιποι/ες 50, κυρίως επειδή ντραπήκαμε να ρωτήσουμε. 

Πολλοί από τους Mandela Fellows, με τους διερμηνείς, τα πολύχρωμα ρούχα, τις μαντίλες και τις βροντερές τους, ως επί το πλείστον, φωνές, και αρκετές από τις δικές μας μη λευκές συμμετέχουσες είχαν μονοπωλήσει την κουβέντα. Είχαν επιβληθεί στην αίθουσα με την πληθωρική παρουσία, την αυτοπεποίθηση και την ιδιαιτερότητα της εμπειρίας που είχαν να μοιραστούν -που δεν ήταν μοναδική στη μεταξύ τους σύγκριση, αλλά ήταν μοναδική σε σύγκριση με τη δυτική εμπειρία που εκπροσωπούσαμε εμείς, οι λευκές συμμετέχουσες, και το περιβάλλον που μας φιλοξενούσε. Η διαφορετικότητα (σε σχέση με το συρμό της τοποθεσίας και της εποχής) είχε επικρατήσει, σε χρόνο και ενέργεια. Η Αλβανία, η Ιταλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Τουρκία, ακόμα και η βασανισμένη Ουκρανία είχαν μείνει αθέατες και βουβές στη συζήτηση -δεν είχε μιλήσει καμιά μας. 

Η κατάπληξη, η απορία και η ντροπή για το παράπονό μας, μας βάραιναν για ώρες και μέρες μετά τη συνάντηση. Στις μεταξύ μας συζητήσεις, όσες είχαμε χτίσει μεταξύ μας αρκετή εμπιστοσύνη ώστε να αγγίξουμε τα ανομολόγητα, τολμήσαμε να μοιραστούμε μισόλογα και σκέψεις για το πώς δεν ήταν δίκαιη η τροπή που είχε πάρει η συνάντηση, πώς η συντονίστρια της κουβέντας θα έπρεπε να είχε ισορροπήσει αλλιώς τις δυναμικές, πόσο μας είχε κουράσει η ασυγκράτητη ορμή και ένταση των μη λευκών συνομιλητών μας και η αδιαφορία για τη δική μας παρουσία και τη δική μας οπτική και η απουσία ποικιλομορφίας στη συζήτηση. Η σαρωτική παρουσία των Άλλων. 

Ύστερα από λίγο αναδιπλωνόμασταν και στρογγυλεύαμε τις γωνίες της γκρίνιας μας γιατί έχουμε διαβάσει και έχουμε ακούσει και έχουμε σκεφτεί πια αρκετά ώστε να μας κάνει να νιώθουμε άβολα, νοητικά, κάθε υπόνοια διαμαρτυρίας για κάποιο επίτευγμα ή υποψία υπεροχής μιας υποεκπροσωπούμενης ομάδας. Συναισθηματικά και αισθητηριακά, όμως, αυτό που μας είχε βγάλει άουτ ήταν η ίδια η εμπειρία. Η “ελλειψη συμπερίληψης”.

Η μέρα εκείνη πέρασε, η Φιλαδέλφεια πέρασε, η Αμερική πέρασε κι εγώ γύρισα στην Ελλάδα με τα κατάλοιπα εκείνης της συνάντησης να με τσιγκλάνε σε στιγμές ησυχίας. 

Τι με είχε ενοχλήσει τόσο; Είχα δίκιο που με είχε ενοχλήσει; 

Συνήθως κάπου εκεί η ησυχία τελείωνε, κάποιο τηλέφωνο χτυπούσε, κάποιο αυτοκίνητο κόρναρε, κάποιο παιδί κάτι χρειαζόταν ή έφτανε η σειρά μου στην τράπεζα, το τσίγκλισμα έμπαινε στην άκρη.

Μέχρι που μας χάλασε το πλυντήριο. 

Σε ένα σπίτι με δύο ενήλικες και δύο παιδιά, ένα χαλασμένο πλυντήριο πιάτων ισούται με πολλά λεπτά ησυχίας την ημέρα -όχι απαραίτητα ησυχίας ηχητικής, γιατί το νερό τρέχει και όλο και κάποιο πιάτο γλιστράει και χτυπάει με δύναμη στο νεροχύτη, αλλά σίγουρα ησυχίας νοητικής, γιατί κάθε αντικείμενο απαιτεί τις ίδιες περίπου μηχανικές κινήσεις για να πλυθεί και όταν κάποιο παιδί κάτι ζητήσει, απαντάς αυτόματα με ένα απλό “δεν μπορώ, έχω σαπουνάδα”. Κι όπως άφριζε οι σαπουνάδα για τα πιάτα, φούντωναν και οι ερωτήσεις στο κεφάλι μου, ανενόχλητες πια. 

Μήπως η εμπειρία του Drexel ήταν ένα παράδειγμα του εκκρεμούς που λέμε ότι για να επέλθει η ισορροπία η διεκδίκηση πρέπει να φτάσει στο άλλο άκρο κάποιες φορές; Μήπως έπρεπε να είχαμε μιλήσει και οι δυτικές; Μήπως έπρεπε να έχουμε διεκδικήσει να συμπεριληφθούμε στη συζήτηση; Μήπως είναι μοιραίο να μην υπάρχει ισότιμη συμμετοχή πουθενά και πάντα κάποια ομάδα να επικρατεί; Μήπως έχει παρατραβήξει στην Αμερική η συζήτηση για τις φυλετικές διακρίσεις; Μήπως είμαι χειρότερη κι από τις καρικατούρες του “δεν είμαι ρατσίστρια αλλά…;”. Τι σχέση έχει η εμπειρία αυτή με τον φεμινισμό; Τι μας λέει για τις παγίδες που εγκυμονεί η διεικδίκηση της έμφυλης ισότητας; Πώς θα ένιωθαν 10 άντρες μέσα σε μια αποπνικτική αίθουσα όπου επί μία ώρα φωνάζουν και χειρονομούν 70 γυναίκες, οι οποίες μοιράζονται τις δικές τους, άγνωστες σ’ εκείνους, εμπειρίες; Δεν έχουν κι εκείνοι δικαίωμα να μοιραστούν τις δικές τους; 

Σ’ αυτή την τελευταία ερώτηση μου γλίστρησε η πιατέλα και δεν την σήκωσα για αρκετή ώρα.

Είχαμε σίγουρα δικαίωμα να μοιραστούμε τις απόψεις μας στη Φιλαδέλφεια. Αλλά τι θα είχε συμβεί αν το είχαμε κάνει; Ποιος θα κέρδιζε και ποιος θα έχανε από αυτό; Και τι, τελοσπάντων;

Η ομάδα, εκείνη την ημέρα, θα ήταν πιο “ισορροπημένη”, πιο συμπεριληπτική. Θα είχαν ακουστεί, έστω και πιο σύντομα, περισσότερες ιδέες. Θα είχαν άραγε ακουστεί ιδέες που τα άτομα εκεί δεν είχαν ξανακούσει ποτέ; Δύσκολο. Απίθανο, μάλλον. Ανεξάρτητα από το χρώμα μας, δεν υπάρχει ακόμα έλλειψη ευκαιριών στον κόσμο μας να ακούσουμε τις ιδέες και τις εμπειρίες λευκών ατόμων.

Από την άλλη, αν είχαμε μιλήσει -αν είχα μιλήσει, για να μη μιλάω αυθαίρετα εξ ονόματος άλλων, αν είχα συμμετάσχει ισότιμα στη συζήτηση, θα είχα εκτονώσει για μία ακόμη φορά την ανάγκη μου να ακουστώ. Θα είχα νιώσει περήφανη ακούγοντας τη φωνή μου και θα είχα κουνήσει νοερά το κεφάλι μου συμφωνώντας με τον εαυτό μου. Θα είχα τονώσει τον εγωισμό μου βρίσκοντας τη θέση μου μέσα σε μια ομάδα τόσων σπουδαίων και ξεχωριστών ανθρώπων. Θα είχα νιώσει καλά.

Κι εκείνη, την πιο άχαρη στιγμή, που έπρεπε να ξαναπιάσω την πιατέλα και να τρίψω την κολλημένη βρομιά, συνειδητοποίησα τι θα είχα χάσει.

Θα είχα χάσει τη σπάνια και πολύτιμη ευκαιρία να νιώσω πώς είναι να μη σου δίνεται η ευκαιρία να συμμετάσχεις. Πώς είναι να βρίσκεσαι σε ένα περιβάλλον με διαφορετικούς κώδικες επικοινωνίας από τους δικούς σου, οι οποίοι δεν επηρεάζουν μόνο τη δυνατότητά σου να μιλήσεις και να ακουστείς αλλά και την ίδια την αισθητηριακή σου εμπειρία. Πώς είναι να είσαι μειονότητα. Πώς είναι να μην κάθεσαι στο τραπέζι και κανείς να μην ενδιαφέρεται γι’ αυτό. Πώς είναι να νιώθεις και να μένεις αόρατη και βουβή. 

Θα είχα διαβάσει για την εμπειρία αυτή, θα είχα προσπαθήσει να την φανταστώ, θα είχα πιστέψει ότι την κατανοώ. Θα την είχα καταδικάσει ως απαράδεκτη για όλους τους ανθρώπους, θα είχα δεσμευτεί ότι θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να μην την υποστεί κανείς με δική μου ευθύνη. Αλλά δεν θα την είχα νιώσει στον ιδρώτα μου, στο παράπονο, στην απορία, στις ενοχές, στην κούραση, στον πονοκέφαλό μου.

Δεν αναρωτιέμαι πια για την εμπειρία της Φιλαδέλφεια. Νιώθω ευγνώμων γι’ αυτήν. Νιώθω ευγνώμων που την έζησα, που συνέβη κατά τύχη, γιατί θα ήταν δύσκολο να την σχεδιάσει επίτηδες κανείς. Νιώθω ευγνώμων που την έζησα για μία ώρα και όχι για μια ζωή ή για περισσότερες. Νιώθω ευγνώμων που τώρα μπορώ έστω λίγο καλύτερα να την καταλάβω. Και τίποτα απ’ όσα θα είχα, θεωρητικά, κερδίσει λέγοντας την αμπελοφιλοσοφία μου εκείνη τη μέρα, πίσω από μια χειρουργική μάσκα, δεν θα μπορέσει ποτέ να συγκριθεί με αυτό.

Newsletter

Ενημερώσεις, αποκλειστικότητες, τέτοια.

Σ' ευχαριστώ για την εγγραφή, θα τα πούμε σύντομα!