Η ιδέα του θανάτου, ο φόβος για τον θάνατο, στοιχειώνει τον άνθρωπο όσο τίποτα στον κόσμο. Εξαιτίας αυτού του φόβου χτίζουμε καθεδρικούς ναούς, κάνουμε παιδιά, κηρύσσουμε πολέμους και χαζεύουμε βίντεο με γάτες στις 3 τα ξημερώματα. Ο θάνατος βρίσκεται πίσω από κάθε δημιουργική και κάθε καταστροφική παρόρμηση που έχουμε ως ανθρώπινα όντα. Και όσο πιο κοντά φτάνουμε στο να τον κατανοήσουμε, τόσο πιο κοντά φτάνουμε στο να κατανοήσουμε τον εαυτό μας.

Αυτά λέει η Caitlin Doughty, που το 2014 έγραψε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Ο καπνός σού μπαίνει στα μάτια και άλλα μαθήματα από το κρεματόριο» (Smoke Gets in Your Eyes: And Other Lessons From the Crematory). Η Ντάουτι είχε ολοκληρώσει προ πολλού τις σπουδές της στη Μεσαιωνική Ιστορία και είχε μελετήσει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την καύση μαγισσών -από κει αποφάσισε ότι χρειαζόταν μερικές ακόμα ωραίες ιστορίες για να λέει στα εγγόνια της κι έτσι βρέθηκε να δουλεύει σε ένα κρεματόριο, όπου μάλιστα δεν πολυήθελαν στην αρχή να την προσλάβουν, γιατί δεν φαντάζονταν πώς ένα κορίτσι γύρω στα 20 θα τα έβγαζε πέρα προετοιμάζοντας και καίγοντας τα σώματα νεκρών ανθρώπων.

Η Ντάουτι δεν άντεξε απλώς, αλλά μέσα στον πρώτο χρόνο αποφάσισε ότι αυτό που θέλει να κάνει στη ζωή της είναι να συνεχίσει να δουλεύει στο χώρο διαχείρισης σορών, για να το πω έτσι, με απώτερο στόχο, όμως, να τον αλλάξει: θεωρούσε (και θεωρεί ακόμα) ότι η βιομηχανία αυτή, για καθαρά κερδοσκοπικούς αλλά και πολιτισμικούς λόγους, στερεί από τους ανθρώπους την ευκαιρία να φροντίσουν οι ίδιοι τους νεκρούς τους, δημιουργώντας αηδία, φόβο και ανάγκη ιατρικοποίησης μιας κατάστασης -του θανάτου- που δεν δικαιολογεί τίποτα από τα τρία.

Αλλά θα ξαναγυρίσουμε στην Ντάουτι. Προς το παρόν θέλω να μιλήσουμε για τον ίδιο τον θάνατο. (Κυρίως τον δικό μας, γιατί αν σκεφτούμε τον θάνατο άλλων ανθρώπων γύρω μας, τα πράγματα περιπλέκονται.) Όχι για το αν και πώς επηρεάζει ασυνείδητα τη ζωή μας, απλώς για το πότε αρχίζουμε να σκεφτόμαστε συνειδητά γι’ αυτόν. Και με ποιον τρόπο. Ας πούμε, πώς άλλαξε ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεστε τον θάνατο μέσα στην πανδημία; Και γενικά, πώς έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεστε τον θάνατο στην πορεία της ζωής σας;

[Στο σημείο αυτό, βέβαια, μπορείτε να αποφασίσετε ότι τα Hard Things έγιναν harder και ότι δεν είστε καθόλου σε φάση να διαβάσετε και να κάνετε μακάβριες σκέψεις. Σας δίνω λίγο χρόνο να κλείσετε το tab, αφού διευκρινίσω ότι δεν πάσχω -απ’ όσο ξέρω- από κάποια ανίατη ασθένεια, δεν έχω αυτοκτονικές σκέψεις και δεν σκοπεύω να πεθάνω σύντομα -όσο περνάει από το χέρι μου τουλάχιστον, έχω διάφορα ακόμα που θέλω να κάνω. Απλώς σκέφτομαι.]

Δεν διεκδικώ κανένα βραβείο πρωτοτυπίας λέγοντας ότι άρχισα να σκέφτομαι στα πιο σοβαρά τον θάνατο όταν έμεινα έγκυος στη μεγάλη μου κόρη. Αλλά κυρίως προς την κατεύθυνση «οχ, τώρα αν με πατήσει αυτοκίνητο θα πάρω και το μωρό στο λαιμό μου», παρά προς οποιαδήποτε άλλη. Τα πράγματα έγιναν λίγο πιο σύνθετα όταν απέκτησα τη δεύτερη κόρη μου, από άλλον μπαμπά. Τότε για πρώτη φορά μου καρφώθηκε στο μυαλό ότι δεν φτάνει να παίρνω μέτρα ώστε, κατά το δυνατόν, να μην πεθάνω, αλλά ότι χρειάζεται πλέον να πάρω μέτρα ώστε, αν ο μη γένοιτο, πεθάνω, να γίνουν κάποια πράγματα όπως πρέπει/θέλω να γίνουν.

[Σε αυτό το σημείο να πω ότι σκόπευα να μη χρησιμοποιήσω τη φράση «ο μη γένοιτο» σε αυτό το κείμενο, αλλά νομίζω πως η συνθήκη του να πεθάνει ένας γονιός αφήνοντας πίσω του μικρά παιδιά δικαιολογεί αυτή την, κατά τα άλλα παράλογη, ευχή.]

Το «κάποιο» πράγμα που έπρεπε/ήθελα να γίνει με έναν συγκεκριμένο τρόπο ήταν τότε το να μην χαθούν μεταξύ τους τα κορίτσια αν εγώ πάθαινα κάτι και βρίσκονταν να μεγαλώνουν χωριστά, με τον μπαμπά της η καθεμία. Τότε ανακάλυψα πως, όχι, δεν μπορείς να ορίσεις με νομικό τρόπο τι θα συμβεί στη ζωή άλλων ανθρώπων αφού πεθάνεις, οπότε χρειάστηκε να στραφώ σε μια πιο ήπια -αν και χωρίς εγγυήσεις- προσέγγιση: να μοιραστώ την επιθυμία μου με τους ανθρώπους που σε ένα τέτοιο σενάριο θα έμεναν εδώ, κοντά στα παιδιά.

Όταν ξέσπασε η πανδημία και βρέθηκα -επίσης χωρίς καμία αξίωση πρωτοτυπίας- να ξανασκέφτομαι τον θάνατο, υπό άλλη πίεση και από άλλες οπτικές, ανακάλυψα ότι ευτυχώς υπάρχουν πράγματα που μπορείς να ορίσεις, όχι με διαθήκη, αλλά με ένα απλό sign-in, άντε και ένα captcha. Εμείς υλική περιουσία δεν είχαμε να μοιράσουμε, αλλά όταν μας έπιασαν τα πρώτα δέκατα και οι πρώτες κρυάδες (που μπορεί να ήταν και στο μυαλό μας, αλλά και να μας το ΄λεγε κανείς δεν θα τον πιστεύαμε) αρχίσαμε να προγραμματίζουμε για την πνευματική: πού θα γίνουν forward τα emails μας, ποιος θα μπορεί να ανοίξει το drive και να ψάξει μπας και υπάρχει εκεί μέσα κανένα μισοτελειωμένο αριστούργημα, πού να φυλάξουμε το αρχείο με τους κωδικούς μας.

Δεν ξέρω αν σας το έχω ξαναγράψει εδώ, αλλά εμένα η μοίρα των πραγμάτων που πριν από εκατό χρόνια θα ανακάλυπταν οι κόρες και οι γιοι μας μέσα σε κάποια ξεχασμένη κούτα (ερωτικά γράμματα, ενθύμια, σημειώσεις, εφηβικά ποιήματα και σκόρπιες ιδέες) αλλά τώρα κινδυνεύουν να μείνουν για πάντα χαμένα, κλειδωμένα πίσω από ένα 2-step verification, με απασχολεί πολύ. Τι θα συμβεί στην ιστορία, στη λογοτεχνία, στην ανθρώπινη μνήμη και τα οικογενειακά μυστικά αν όλα αυτά δεν μπορούν, με κάποιον τρόπο, να αποκαλυφθούν στις επόμενες γενιές; Γι’ αυτό και πέρασα μια ολόκληρη μέρα μέχρι να αποφασίσω ποιες πρέπει να είναι οι ρυθμίσεις του Google Inactive Account Manager, που με κάποιον τρόπο καταφέρνει να μην αναφέρει πουθενά ότι είναι σαν ένα κομμάτι της ψηφιακής σου διαθήκης, αλλά ας μην κρυβόμαστε μεταξύ μας.

John Doe (john.doe@gmail.com) instructed Google to send you this mail automatically after John stopped using his account. John Doe has given you access to the following account data:

Κι άλλη μισή μέρα μετά στο Facebook ο John, τα ίδια.

Δεν ήταν, όμως, η ίδια η πανδημία εκείνη που επηρέασε περισσότερο τη σκέψη μου για τον θάνατο. Ήταν δύο επεισόδια του podcast Freakonomics, που άρχισα να ακούω, με μια μικρή δόση μανίας, εκεί που έβγαινα και περπατούσα όταν έστελνα 5 στο 13033.

Το πρώτο, ήταν ένα επεισόδιο για το λεγόμενο “end of life care”, την ιατρική φροντίδα, δηλαδή, που δέχεσαι, όταν η ζωή σου πλησιάζει με σχετική σαφήνεια προς το τέλος της, είτε λόγω γηρατειών, είτε λόγω κάποιας ανίατης ασθένειας ή σοβαρού τραυματισμού. Οι αποφάσεις που θα πάρει καθένας ή καθεμία από εμάς ή κάποιοι πολύ δικοί μας άνθρωποι για τη φάση αυτή λίγο πριν τον θάνατό μας επηρεάζονται από πολύ περισσότερους παράγοντες (ηθικούς, οικονομικούς, νομικούς, πρακτικούς, συναισθηματικούς) απ’ όσους είχα μπορέσει ως τότε να φανταστώ. Κι εκείνο το επεισόδιο το σκεφτόμουν, όχι για μια μέρα, αλλά για ολόκληρες εβδομάδες. Το προϊόν όλης αυτής της σκέψης; Μια ανανεωμένη κάρτα δωρήτριας οργάνων (η παλιά είχε χαθεί μαζί με κάποιο πορτοφόλι μου) και μια λίστα με τρία κριτήρια για τα οποία ακόμα κάνω λόμπινγκ στα άτομα που θα υπογράψουν την εντολή, αν εγώ δεν είμαι σε θέση.

– Καμία παρέμβαση που να παρατείνει τη ζωή μου μέσα στο νοσοκομείο

– Καμία παρέμβαση που να παρατείνει τη ζωή μου για λιγότερο από 6 μήνες

– Καμία παρέμβαση αν έχω άνοια

Και το δεύτερο; Το δεύτερο το άκουσα πριν από ένα μήνα. Την ίδια μέρα που διάβασα και μια φράση από τα τελευταία λόγια ενός ανθρώπου, ο οποίος είπε στα ίσια αυτό για το οποίο δεν μπορούσα να βρω ποτέ τις σωστές λέξεις.

Φίλοι μου, σε αυτή τη ζωή που είμαστε όλοι περαστικοί, μεγαλύτερη σημασία έχει τι αποτύπωμα θα έχουμε αφήσει, και όχι πώς ή πότε θα φύγουμε.

Αλέξανδρος Νικολαΐδης

Στο επεισόδιο, που λέγεται «How to be better at death», η Κέιτλιν Ντάουτι το έλεγε έτσι:

Για μένα, καλός θάνατος σημαίνει να είμαι έτοιμη να πεθάνω, να έχω τακτοποιήσει τις υποθέσεις μου, να έχω παραδώσει τα καλά και τα κακά μηνύματα που χρειάζεται να παραδοθούν. Καλός θάνατος σημαίνει να πεθάνω όσο ακόμα έχω επίγνωση και υγιές μυαλό. Σημαίνει επίσης να πεθάνω χωρίς να χρειαστεί να υπομείνω πολλά βάσανα ή έντονο πόνο. Καλός θάνατος σημαίνει αποδέχομαι τον θάνατο ως αναπόφευκτο και δεν τον αντιμάχομαι όταν φτάνει η ώρα.

Όπως φαντάζεστε, το σκέφτομαι ακόμα. Το προϊόν όλης αυτής της σκέψης; Δεν θέλω πια αποτέφρωση, αλλά θέλω να ψάξω τι ισχύει στην Ελλάδα για την φυσική ταφή και αν μπορεί κανείς να εξασφαλίσει ότι, παραχωρώντας τη σορό του στην έρευνα, δεν θα βρεθεί, έστω και μετά θάνατον, να υπηρετεί έναν σκοπό που δεν συμβαδίζει με τις αξίες που είχε όσο ζούσε. Κι αυτό σημαίνει ότι, εκτός από τον ασυνείδητο φόβο του θανάτου, η ζωή μας καθορίζεται και από το τι σκεφτόμαστε συνειδητά γι’ αυτόν -έστω για το λίγο πριν ή το λίγο μετά του.

Newsletter

Ενημερώσεις, αποκλειστικότητες, τέτοια.

Σ' ευχαριστώ για την εγγραφή, θα τα πούμε σύντομα!