Δεν γράφω πολύ αυτές τις μέρες γιατί το μόνο που θέλω είναι να διαβάζω. Αλλά σήμερα η Αλεξάνδρα μου πήρε συνέντευξη και με ρώτησε “γιατί οι γυναίκες βρίσκουν τον εαυτό τους μετά τα 30;”. Χρειάστηκε να σκεφτώ πριν της απαντήσω και συνέχισα να σκέφτομαι και αφού της απάντησα.
Είχα ήδη πει, να διευκρινήσω, ότι συνήθως πρέπει να περάσουμε τα 30 για να αρχίσουμε να ψυχανεμιζόμαστε το “γιατί” πίσω από τις επιλογές μας στη δουλειά και για να αρχίσουμε να κάνουμε δύσκολες ερωτήσεις στον εαυτό μας σχετικά με το “γιατί” στο σεξ. Το οποίο, φυσικά, δεν ισοδυναμεί ακριβώς με το “τα βρίσκω με τον εαυτό μου” -ίσως για ένα διάστημα να ισοδυναμεί με το αντίθετο, ίσως όμως τελικά να είναι μια αρχή.
Τελοσπάντων δεν είχα σκεφτεί, ομολογώ, για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό, παρότι έχω περάσει τα 30 προ πολλού. Αλλά ήθελα να απαντήσω, οπότε το σκέφτηκα. Απάντησα δύο πράγματα και ύστερα, αφού τελείωσε η συνέντευξη, και αφού κοιμίσαμε τα κορίτσια και αφού είδαμε Bo Burnham, σκέφτηκα και ένα τρίτο.
Τα δύο πράγματα που απάντησα
Ο πρώτος λόγος που χρειάζεται να περάσουμε τα 30 -είτε λίγο, είτε πολύ- για να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε “γιατί διάβολε κάνω αυτή τη δουλειά”, “γιατί διάβολε είμαι σε αυτή τη σχέση” είναι το παζλ. Όπως, δηλαδή, όταν αρχίζουμε να φτιάχνουμε ένα παζλ, κι έχουμε λίγα κομμάτια μπροστά μας, δεν έχουμε ιδέα τι εικόνα θα σχηματιστεί, αλλά σιγά-σιγά, καθώς τα κομμάτια γίνονται περισσότερα, αρχίζουμε να αποκτάμε μια ιδέα για το τι θα γίνει παρακάτω, έτσι συμβαίνει κι εδώ: όσο περισσότερες εμπειρίες αποκτάμε, όσο περισσότερες -γνώσεις δε θα πω, αλλά- πληροφορίες συγκεντρώνουμε, τόσο καλύτερα μπορούμε να διαβάζουμε πίσω από τις λέξεις, κάτω από τα σκεπάσματα, πάνω από τις πολύ βασικές δικαιολογίες.
Να πούμε εδώ ότι αυτό δε συμβαίνει γενικά στη ζωή, γιατί συνήθως όσο μεγαλώνουμε τόσο περισσότερες πληροφορίες με τις οποίες ήδη συμφωνούμε συλλέγουμε, πράγμα που δεν οδηγεί σε καμία νέα συνειδητοποίηση, φυσικά. Στη δεκαετία 30 με 40, όμως, οι περισσότερες γυναίκες που γνωρίζω παθαίνουν κάτι αντίστροφο: οι καινούριες πληροφορίες μας χτυπάνε στο κεφάλι και μας αναγκάζουν να στρίψουμε να κοιτάξουμε προς άλλη κατεύθυνση. Μπορεί να συμβαίνει και σε άλλες ομάδες του πληθυσμού, δεν ξέρω, ξέρω όμως γιατί συμβαίνει σ’ εμάς.
Γιατί εξάντληση. Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος που έδωσα στην Αλεξάνδρα.
Είναι τιτάνια, παιδιά, η προσπάθεια που καταβάλλουμε από τα 25 ως τα 35. Κυρίως για να είμαστε κάπως. Δεν έχει σημασία αν θα κάνουμε παιδιά, αν θα κάνουμε καριέρα, αν θα κάνουμε σχέση, αν θα κάνουμε υπομονή, αν θα μας χουφτώνουν στη δουλειά, αν θα λιώνουμε στο τίντερ, αν θα μαζεύουμε πτυχία, αν θα βγάζουμε λεφτά. Καθεμία από αυτές τις εκβάσεις απαιτεί τεράστια ενέργεια, όχι επειδή είναι απαραίτητα δύσκολες ή επειδή είμαστε οι πρώτες που τις συναντάμε, αλλά επειδή περιμένουμε (και εμείς και οι άλλοι γύρω μας) να τις υπηρετήσουμε τέλεια. Και να τις υπερασπιστούμε ή να παλέψουμε άγρια για να τις ανατρέψουμε.
Είναι τέτοια η προσπάθεια που αναπόφευκτα εξαντλούμαστε. Όχι αμέσως, αλλά σιγά σιγά. ώσπου ένα πρωί, ένα μεσημέρι, ένα μήνα, ένα χρόνο, ξυπνάμε με μουδιασμένο μυαλό και δεν μπορούμε άλλο να συνεχίσουμε. Το κόστος είναι μεγαλύτερο από το όφελος και τότε, εξαντλημένες και με μουδιασμένο μυαλό, σταματάμε να προσπαθούμε. Και τότε ξέρετε τι συμβαίνει, δεν χρειάζεστε εμένα να σας το πω. Τότε αναγκαζόμαστε να κοιτάξουμε αυτό που είναι και όχι αυτό που παλεύουμε να συμβεί.
Το τρίτο που σκέφτηκα μετά
Γιατί όλα αυτά δε συμβαίνουν προοδευτικά στη ζωή μας; Γιατί στους άντρες, συνήθως, συμβαίνουν πιο αργά; Γιατί δε συνεχίζουμε με αυτόν το ρυθμό να τα βρίσκουμε με τον εαυτό μας μέχρι τα 100;
Γιατί μετά τα 30 -είτε λίγο, είτε πολύ- ερχόμαστε αντιμέτωπες με τις μαμάδες μας.
Σκεφτείτε το: τι ηλικία είχε η μαμά σας όταν την πρωτοσυναντήσατε; Όταν αρχίσατε να την γνωρίζετε; Όταν αρχίσατε να συνειδητοποιείτε τι κάνει, πού δουλεύει, πώς ντύνεται, πώς αγαπάει, αν είναι χαρούμενη; Τις περισσότερες φορές, δεν έχουμε μοντέλο ζωής για τις γυναίκες πριν τα 30. Δεν μας αγκαλιάζουν, δεν μας ταΐζουν, δεν μας μαλώνουν, δεν μας συμβουλεύουν, δεν μας καθηλώνουν γυναίκες κάτω των 30. Δεν τις ξέραμε καλά όταν ήταν τόσο μικρές. Δεν μας επηρέαζαν. Το πρώτο γυναικείο μοντέλο ζωής που γνωρίζουμε έχει ηλικία, είτε λίγο είτε πολύ, μετά τα 30. Και όταν τα περνάμε εμείς, καλούμαστε να αναμετρηθούμε μαζί του.
Μέχρι τότε προχωράμε στα τυφλά, δεν έχουμε να συνδέσουμε τις επιλογές μας με κάποιο αποτέλεσμα που προβάλλεται στο πανί. Μετά, δεν μπορούμε πια να υποκριθούμε ότι δεν έχουμε μπούσουλα: ξέρουμε τις συνέπειες, ξέρουμε τα οφέλη. Και είπα ψέματα: συνεχίζουμε να προσπαθούμε, απλώς, συνήθως, προς μια πιο ειλικρινή κατεύθυνση.
Ολόκληρη η συνέντευξη με την Αλεξάνδρα από το Greek Ladies on the UK, βρίσκεται εδώ.