Τα τελευταία χρόνια παρακολουθώ από αρκετά κοντά την πολιτική σκηνή των ΗΠΑ, για δύο κυρίως λόγους: ο ένας είναι ότι, λόγω του μεγέθους και της επιρροής της χώρας, ό,τι γίνεται εκεί μας επηρεάζει όλους και όλες. Στη δική μου σφαίρα ενδιαφερόντων, για παράδειγμα, έχει σημασία να σκεφτεί κανείς το ρόλο που έπαιξε η ήττα της Χίλαρι Κλίντον και η εκλογή του Τραμπ για το άνοιγμα ενός ανανεωμένου, παγκόσμιου διαλόγου για τα θέματα της ισότητας, της σεξουαλικής βίας και της εκπροσώπησης των γυναικών σε θέσεις ευθύνης.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η Αμερική, λόγω της ετερογένειας του πληθυσμού της, αποτελεί εδώ και πολλές δεκαετίες το ιδανικό σκηνικό για να παρατηρήσει κανείς την αλληλεπίδραση διαφορετικών ανθρώπων, τα οφέλη και τις εντάσεις που προκύπτουν όταν τα άτομα και οι ομάδες προσπαθούν να ζήσουν μαζί, συγχωνεύοντας ή συμβιβάζοντας τις καταβολές, τις προτεραιότητες και τις ευαισθησίες τους. Κατά τη γνώμη μου, ο λόγος για το ότι η χώρα αυτή, με όλα τα σοβαρά της προβλήματα, βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή των κοινωνικών κινημάτων και μεταβολών δεν είναι η έκταση, η γλώσσα ή ο πλούτος της, αλλά η ανομοιογένειά της: ό,τι εντάσεις είναι να προκύψουν από τη συνύπαρξη διαφορετικών ανθρώπων, θα προκύψουν πρώτα και με μεγαλύτερη ορμή εκεί, κι ό,τι λύσεις είναι να βρεθούν, πιθανότατα από εκεί θα ξεκινήσουν.
Στις πολλές πτυχές που περιλαμβάνει η συζήτηση για τις φετινές αμερικανικές εκλογές, για παράδειγμα, ξεχωρίζει, μεταξύ άλλων, το θέμα και των έμφυλων και των φυλετικών ανισοτήτων που μας αφορούν όλους και όλες αλλά αναδύονται ανάγλυφα μέσα από το πολιτικό τοπίο των ΗΠΑ. Έχουμε μπροστά μας μια εκλογική αναμέτρηση συντηρητικών και προοδευτικών, που όμως κλείνει μέσα της και μια εκλογική αναμέτρηση αντρών και γυναίκας πολιτικού, μαύρης και λευκών υποψηφίων. Σε ποια άλλη, τόσο επιδραστική, χώρα του κόσμου συμβαίνει σήμερα αυτό;
Γι’ αυτό και περίμενα με τόσο ενδιαφέρον την προχθεσινή προεκλογική αναμέτρηση του Μάικ Πενς, νυν λευκού ρεπουμπλικανού αντιπροέδρου των ΗΠΑ, και της Κάμαλα Χάρις, μαύρης υποψήφιας αντιπροέδρου, με το δημοκρατικό συνδυασμό του Τζο Μπάιντεν.
Τα αμερικανικά μίντια που ασχολούνται εντατικά με θέματα φύλου και ισότητας, εντόπισαν πολλές ενδιαφέρουσες διαστάσεις στο debate αυτό, με πρώτη και καλύτερη την αντίδραση της Χάρις, όλες τις πολλές φορές που ο Πενς την διέκοπτε, μιλώντας, όπως λένε οι κόρες μου, “πάνω από τη φωνή” της. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό στα αγγλικά ως manterrupting και έχει αναλυθεί σε έκταση και σε βάθος ως διάχυτο στοιχείο σεξισμού που υπονομεύει τη θέση των γυναικών στο εργασιακό περιβάλλον.
Η φράση της Χάρις “Μιλάω, κύριε αντιπρόεδρε”, βρίσκεται ήδη στο ίντερνετ, σε μπλουζάκια και σε στόματα χιλιάδων γυναικών ανά τον κόσμο -δεν είναι όμως αυτό που με βασανίζει όταν σκέφτομαι τη σημασία της παρουσίας της σ’ εκείνο το debate. Αυτό που με βασανίζει είναι η επικοινωνιακή προετοιμασία και όλες οι προσαρμογές που χρειάστηκε να κάνει η Χάρις, και που χρειάζεται να κάνουν καθημερινά όλες οι γυναίκες πολιτικοί, ειδικά όταν (όπως εκείνη) συγκεντρώνουν στο πρόσωπό τους και άλλα χαρακτηριστικά που τις διαφοροποιούν από το mainstream, για να έχουν, έστω, μία πιθανότητα να κερδίσουν κάποτε μια θέση στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων στις χώρες τους. Με βασανίζει, ας πούμε το εξής:

Αυτό σημαίνει ότι η μεγάλη και σοβαρή ομάδα που υποστηρίζει την Χάρις στην προεκλογική της εκστρατεία την προετοιμάζει με βάση το εξής: αν ένας λευκός άντρας πολιτικός πει μια ή περισσότερες ανακρίβειες, η μαύρη γυναίκα πολιτικός που τον έχει απέναντί της δεν μπορεί να αμφισβητήσει ουσιαστικά τα λεγόμενά του, γιατί οι ψηφοφόροι θα την θεωρήσουν επιθετική και δε θα την ψηφίσουν. Θα ψηφίσουν τον λευκό άντρα πολιτικό με τις ανακρίβειες. Γη, 2020.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Εδώ και εδώ μπορείτε να διαβάσετε με αρκετές λεπτομέρειες όλες τις στρατηγικές που επιστρατεύουν οι επικοινωνιολόγοι για να εξασφαλίσουν ότι οι γυναίκες υποψήφιες συμπεριφέρονται με τρόπο που -δεν καταρρίπτει, βέβαια, αλλά τουλάχιστον- δεν ενισχύει τις προκαταλήψεις των ψηφοφόρων -μια διαδικασία που θα έπρεπε να μας σοκάρει, όχι μόνο γιατί είναι μάταιη αλλά κυρίως γιατί μας εγκλωβίζει σε δυο φαινομενικά αδιέξοδα διλήμματα και μας βυθίζει όλο και περισσότερο μέσα στην τρύπα από την οποία, θεωρητικά, προσπαθούμε να βγούμε.
Δίλημμα 1ο: Δεν θα έπρεπε όλη αυτή η ενέργεια που καταβάλουν οι γυναίκες υποψήφιες και οι ομάδες τους, για να μην θεωρηθούν αντιπαθείς ή, αντίθετα, ανίκανες, να διοχετεύεται στο περιεχόμενο και την ουσία της πολιτικής τους δουλειάς; Αλλά, από την άλλη, θα είχε νόημα αυτό, αν σήμαινε ότι οι γυναίκες θα παραμείνουν έρμαια των προκαταλήψεων του κοινού και άρα ποτέ δεν θα μπορέσουν να εφαρμόσουν τις ιδέες και τα ταλέντα τους στην πράξη;
Δίλημμα 2ο: Ποιος είναι τελικά υπεύθυνος για την αλλαγή των προκαταλήψεων μιας κοινωνίας; Η κοινωνία ολόκληρη ή μόνο τα άτομα που υφίστανται τις προκαταλήψεις αυτές; Γιατί είναι δουλειά της Κάμαλα Χάρις να προσπαθήσει να στριμωχτεί ή να ξεγλιστρήσει μέσα από τις προκαταλήψεις της αμερικανικής κοινωνίας και όχι δουλειά της αμερικανικής (και κάθε) κοινωνίας, να διαχειριστεί τις προκαταλήψεις της; Και πώς η κοινωνία θα αλλάξει τις προκαταλήψεις της, αν η Κάμαλα Χάρις δεν καταφέρει να στριμωχτεί ή να ξεγλιστρήσει ανάμεσά τους, δημιουργώντας ένα νέο πρότυπο ηγέτιδας, πολιτικού, μαύρης, γυναίκας;
Και στις δύο περιπτώσεις, νομίζω πως κάνουμε τη βολική επιλογή. Και όχι επειδή δεν μπορούμε, αλλά επειδή δεν θέλουμε να κάνουμε τη δύσκολη, την άλλη.