Όταν μετακομίσαμε στην καινούρια γειτονιά, είχα μόλις μάθει να διαβάζω. Κοιτάζοντας από το μπαλκόνι του σπιτιού, ανακάλυψα -ενθουσιασμένη από τις νέες μαγικές αναγνωστικές μου δυνάμεις- στον εξωτερικό τοίχο του απέναντι σχολείου, μια επιγραφή: ΧΡΥΣΑ ΑΥΓΑ. Δίπλα της, λίγο πιο κει, είχε μείνει μισοτελειωμένο, χωρίς Χ, ένα ΚΑΛΟ ΠΑΣΑ.
Άρχισα να φτιάχνω με το νου μου ιστορίες για κάποια Χρύσα που περίμενε ένα καλάθι αβγά από τη μαμά της, ή ίσως για παραμυθένιες κότες που ήταν κρυμμένες σε κάποια από τις αυλές των καινούριων γειτόνων, με τη μόνιμη αίσθηση που έχουμε (είχα εγώ, τουλάχιστον) ως παιδιά ότι κάποιο σημαντικό κομμάτι του παζλ που φτιάχνουν οι ενήλικες μάς διαφεύγει. Το γεγονός ότι δεν ήμουν σίγουρη για τον τονισμό των κεφαλαίων δεν βοηθούσε σε αυτό.
Τους επόμενους μήνες, καθώς άρχιζα να εξερευνώ, σιγά σιγά, την περιοχή, ανακάλυψα τη μυστηριώδη επιγραφή σε αρκετά ακόμα μέρη: στον φράχτη της παιδικής χαράς και στη στάση του λεωφορείου, έξω από το φούρνο του Μαγγάνα, απ’ όπου μου έπαιρνε καμιά φορά τυρόπιτα η γιαγιά. Και κάτι ακόμα: οι επιγραφές δεν ήταν γραμμένες ολόκληρες με το ίδιο σπρέι. Κάποιος είχε φορέσει λίγο πιο ανοιχτόχρωμα καπελάκια στα γράμματα που αρχικά πρέπει να ήταν Η.
Μου πήρε χρόνια για να ολοκληρώσω το παζλ. Όμως αυτά τα γκρι καπελάκια στα Η ήταν για μένα το πρώτο σιγά μη φοβηθώ, το πρώτο μπλοκ στα σόσιαλ μίντια, το πρώτο ένοχοι, η πρώτη διαμαρτυρία, η πρώτη φορά που έβλεπα κάποιον να αντιδρά εκ μέρους όλων. Έχουν περάσει 34 χρόνια από τότε, αλλά ελπίζω εσύ που έβαλες τα καπελάκια στα Η, να ζεις και να το θυμάσαι. Και να χάρηκες χθες όσο κι εμείς. Επιτέλους μπήκε στη θέση του το Χ.
Σ’ ευχαριστώ.