Αυτή είναι μια συνέντευξη που πήρα από την Άλκη Ζέη το 2011, για το site του Cosmopolitan. Το site του Cosmopolitan δεν υπάρχει πια, όμως ξετρύπωσα τη συνέντευξη και την ανέβασα εδώ. Έτσι όπως ήταν.
Βάζω στοίχημα ότι ένα τουλάχιστον βιβλίο της βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη βιβλιοθήκη σου (ή στις κούτες με τα παιδικά σου πράγματα, αν αποφάσισες ότι τώρα πια διαβάζεις μόνο «ενήλικη» λογοτεχνία. Παρεμπιπτόντως, αν στριμωχτείς κάποια στιγμή, βγάλ’τα από την κούτα –είναι εντυπωσιακό το πόση δύναμη μπορεί να σου δώσουν με μια δεύτερη ανάγνωση τα «παιδικά» σου βιβλία). Πολλές από τις σκηνές που περιγράφει, στο Καπλάνι της Βιτρίνας, στο Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου, στη Μοβ Ομπρέλα, ίσως έχουν γίνει τόσο δικές σου που τις θεωρείς πια στιγμές της δικής σου παιδικής ηλικίας –κι αυτό είναι πιθανότατα ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της Άλκης Ζέη, μιας συγγραφέα που, στα 86 της, εξακολουθεί να γυρίζει την Ελλάδα, από σχολείο σε σχολείο, να γράφει παρέα με τα εγγόνια της, να διαβάζει ξένες εφήμερίδες, να αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες, να φορά κόκκινα παπούτσια, να τιμά τους φίλους της και να έχει γνώμη για όσα συμβαίνουν.

Κυρία Ζέη, πώς γίνεται να διαβάζονται τα βιβλία σας ακόμα και σήμερα με τόση χαρά και από τα παιδιά και από τους γονείς και τους δασκάλους τους;
Δεν ξέρω, αλήθεια. Νομίζεις πως, όταν έγραφα το Καπλάνι της Βιτρίνας, περίμενα ότι θα είχε τέτοια απήχηση και θα αγαπιόταν τόσο πολύ; Εγώ το έγραψα όπως διηγούμουν τις αναμνήσεις μου από τα παιδικά μου καλοκαίρια στα δικά μου παιδιά.
Ξέρω ότι μεγαλώσατε στη Σάμο και ότι το Καπλάνι της Βιτρίνας είναι βασισμένο στις δικές σας αναμνήσεις από τη ζωή σας εκεί. Το σπίτι των κοριτσιών στο «Λαμαγάρι» ήταν πραγματικό; Υπάρχει ακόμα;
Το σπίτι μας υπάρχει στο Βαθύ. Στο Μαλαγάρι, απέναντι, είχαν τα εξοχικά τους όσοι είχαν σπίτια στο Βαθύ. Τώρα το Μαλαγάρι το έχουν καταστρέψει. Αντί να φαρδύνουν το δρόμο που υπήρχε πίσω, έφτιαξαν ένα δρόμο πάνω στην παραλία, κόβοντας την πρόσβαση των σπιτιών στη θάλασσα. Το σπίτι του παππού εκεί είναι πια γκρεμισμένο. Αν ήταν το Μαλαγάρι ακόμα ωραίο, θα πήγαινα εκεί, κι όχι στο Πήλιο, με το οποίο δεν έχω καμία σχέση. Του παππού το σπίτι στο Βαθύ υπάρχει ατόφιο, αλλά το πουλήσαμε, το ’52, τότε που εγώ έπρεπε να φύγω στο εξωτερικό, [ως πολιτική πρόσφυγας]. Πριν από χρόνια πήγα στη Σάμο μια φορά και κάθισα απ’ έξω και το κοίταζα. Και βγήκε μια κυρία στο παράθυρο και με ρώτησε «Θέλετε τίποτα;». Λέω «όχι, αλλά αυτό ήταν το σπίτι του παππού μου». «Περάστε», μου λέει, «επάνω». Και δε μ’ άφησε να πάω στο ξενοδοχείο κι έμεινα στο σπίτι του παππού μου το βράδυ.
Ο «Νίκος» από το Καπλάνι της Βιτρίνας ήταν υπαρκτό πρόσωπο;
Ναι, ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ο οποίος μετά την εποχή που περιγράφεται στο βιβλίο πήγε στην Ισπανία και ύστερα στη Γαλλία. Έγινε ο πόλεμος, εντωμεταξύ, και τότε ζήτησε να πάει στην Μέση Ανατολή, όπου πήγε ο ελληνικός στρατός. Αλλά βρέθηκε σ’ ένα υποβρύχιο που βυθίστηκε από τους Γερμανούς το ’42. Και χάθηκε έτσι.
Το ίδιο το Καπλάνι της Βιτρίνας τι απέγινε;
Υπάρχει ακόμα στο παλαιοντολογικό μουσείο της Σάμου, σ’ ένα χωριό που λέγεται Μυτιληνή. Και είναι έτσι ακριβώς όπως ήτανε…
Εσείς πηγαίνετε καθόλου στη Σάμο;
Σπάνια πια, γιατί δεν έχουν μείνει καθόλου συγγενείς εκεί. Μόνο πότε-πότε για καμιά εκδήλωση.
Διάβαζα χθες στο εισαγωγικό σημείωμα της ιστοσελίδας σας κάτι που μου έκανε εντύπωση. Ότι ανήκετε σε μια γενιά «της οποίας οι ατομικές φιλοδοξίες υποχώρησαν μπροστά στα συλλογικά οράματα και στα συνταραχτικά γεγονότα». Και αναρωτιέμαι αν ζώντας σε μια τέτοια εποχή, εσείς δημιουργήσατε τόσο σημαντικά πράγματα, τι σημαίνει αυτό για τη σημερινή εποχή, όπου πολλοί από εμάς, άνθρωποι της γενιάς μου, θεωρούν ότι κάθε δυνατότητα να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους έχει ισοπεδωθεί;
Ξέρετε, ήταν τελείως διαφορετικά τα πράγματα τότε, γιατί για μας ήταν πολύ συγκεκριμένα. Δηλαδή ήταν ο πόλεμος, οι Γερμανοί, η Αντίσταση. Ξέραμε ότι αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν να διώξουμε τους Γερμανούς και να απελευθερωθεί η Ελλάδα. Για εσάς ο στόχος δεν είναι συγκεκριμένος, γι’ αυτό τα πράγματα είναι έτσι, χύμα. Εμείς είχαμε τις ελπίδες μας. Μέσα στην Κατοχή δημιουργήθηκε και το σπουδαίο θέατρο του Κουν, ο οποίος δεν σκεφτόταν τότε να βγει σε πορεία διαμαρτυρίας, αλλά ήθελε να φτιάξει ένα θέατρο. Υπήρχαν οι ποιητές, ο Γκάτσος, ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης… Μέσα στην Κατοχή άνθισαν όλοι αυτοί. Γιατί θέλανε να ανεβάσουν το πολιτιστικό επίπεδο του κόσμου.
Αισθάνεστε ότι το έργο τους ήταν περισσότερο ή λιγότερο σημαντικό από μια άλλου είδους αντίδραση, όπως αυτή που βλέπουμε γύρω μας σήμερα;
Κατά τη γνώμη μου ήταν σημαντικότερο, γιατί το θέατρο του Κουν, για παράδειγμα, έμεινε. Αν ο Κουν είχε κάνει κατάληψη ας πούμε σε κάποιο θέατρο ή κάτι τέτοιο, δε θα έμενε τίποτα για τους επόμενους. Υπήρχαν φυσικά και άλλοι, που αντιδρούσαν με διαφορετικό τρόπο και έκαναν διαφορετικές δουλειές. Όμως αυτοί, οι άνθρωποι του πνεύματος, έκαναν συγκεκριμένα πράγματα. Έγραφαν.
Για την αντίδραση όπως γίνεται σήμερα πώς αισθάνεστε;
Κοίτα, τότε ήταν αλλιώς, είχες μια καθοδήγηση και ήξερες τι θα κάνεις και τι δε θα κάνεις. Ξέραμε και το τι θα γράψουμε κάθε μέρα στον τοίχο. Είχε δοθεί η γραμμή: πρώτα δε θα πεθάνουμε της πείνας και ύστερα θα παλέψουμε για να ελευθερωθούμε. Και τα πρώτα συνθήματα που γράφαμε ήταν «μπακάλη και συσσίτιο». Και μ’ αυτό όμως που γράφαμε, κινδυνεύαμε να μας σκοτώσουνε. Τώρα αν πας να γράψεις κάτι στον τοίχο δεν κινδυνεύεις να φας μια σφαίρα στην πλάτη.
Έχετε πει ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην οποία το καπλάνι της Βιτρίνας θεωρήθηκε πολιτικό βιβλίο.
Ναι, στο εξωτερικό είπαν ότι είναι βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα. Γι’ αυτούς η δικτατορία είναι ιστορία, όχι πολιτική.
Υπάρχει όμως μια εσωτερική στάση, αριστερή, που αντανακλάται στο βιβλίο.
Ε, βέβαια, δεν είναι δυνατόν να μην αντανακλάται. Αυτό που είσαι δεν μπορείς να μην το εκφράζεις.
Αναρωτιέμαι πώς επιδρά ένα παιδικό βιβλίο πάνω στον αναγνώστη του, σ’ αυτή την ηλικία;
Μπορεί να μάθει στο παιδί ορισμένα πράγματα, να χτυπήσει καμπανάκια στον κόσμο. Να τους πει πράγματα που ίσως τα σκέφτονται και δεν μπορούν ίσως να εκφράσουν. Να τους ξυπνήσει συναισθήματα.
Εσείς τι βιβλία διαβάζατε ως παιδί;
Εμείς παιδικά βιβλία δεν είχαμε πολλά. Είχαμε τη Δέλτα, κυρίως, τον Ξενόπουλο που έγραφε κάτι λίγα για παιδιά και μετά ό,τι είχαμε από μεταφράσεις. Το Δον Κιχώτη, τον Όλιβερ Τουίστ, αυτά, τα κλασικά βιβλία.
Τώρα διαβάζετε παιδικά βιβλία;
Διαβάζω από δω κι από κει για να δω πού βρισκόμαστε.
Χάρι Πότερ έχετε διαβάσει;
Έχω διαβάσει, ναι. Δεν είναι το στιλ του βιβλίου που μ’ αρέσει, αλλά επειδή το διάβαζε ο εγγονός μου, λέω, ας το διαβάσω κι εγώ να δω τι γίνεται. Και νομίζω ότι το πρώτο της ήταν το καλύτερο απ’ όλα γιατί μιλούσε για τη φιλία, για συναισθήματα. Όσο πήγαινε άρχισαν να κυριαρχούν τα μαγικά αντί να κυριαρχούν τα συναισθήματα. Νομίζω όμως ότι ένα καλό έχει κάνει αυτό το βιβλίο, το ότι έκανε εκατομμύρια παιδιά να συμφιλιωθούν με τα βιβλία, γενικά. Είχαν γράψει σε μια γαλλική εφημερίδα μια κακή κριτική για τον Χάρι Πότερ και έλαβαν πολλά γράμματα από γονείς που έλεγαν ότι «εμένα το παιδί μου δε διάβαζε, αλλά από τον καιρό που διάβασε τον Χάρι Πότερ, έπιασε κι άλλα βιβλία μετά».
Από βιβλία ενηλίκων τι διαβάζετε;
Διαβάζω τα πάντα. Αλλά έπεσε στα χέρια μου πριν από λίγο καιρό κάτι που έχει γράψει ο Ρόαλντ Νταλ, για τα δικαιώματα του αναγνώστη. Και λέει ότι μπορείς ένα βιβλίο να το αφήσεις στη μέση αν δεν σου αρέσει ή να διαβάσεις το τέλος αμέσως μετά την αρχή. Λοιπόν, κι εγώ απελευθερώθηκα, γιατί παλιά νόμιζα ότι κάθε βιβλίο έπρεπε να το φτάσω στο τέλος. Ενώ τώρα άμα δε μου πηγαίνει, το παρατάω με μεγάλη ευχαρίστηση.
Κάτι που διαβάσατε πρόσφατα;
Ένα βιβλίο που με συγκλόνισε πέρυσι ήταν το «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν», που βγαίνει τώρα και σε ταινία. Για το θέμα της βίας, ήταν συγκλονιστικό.
Και το δικό σας, Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου ανεβαίνει φέτος στο θέατρο, νομίζω.
Ναι, στο Εθνικό. Κι έχω μια αγωνία…
Γιατί;
Γιατί υπάρχουν συναισθήματα που γράφονται και βρίσκονται στην κόψη του ξυραφιού και στο θέατρο χρειάζονται άλλου είδους μεταχείριση. Γιατί εγώ θεωρώ ότι αυτό το έργο είναι δύσκολο να ανέβει στο θέατρο. Ταινία, σήριαλ, ναι, αλλά το θέατρο το βρίσκω δύσκολο.
Έχετε όμως εμπειρία από το χώρο αυτόν.
Ναι, έχω, αλλά δεν μπορείς να πεις στους επαγγελματίες τι θα κάνουν. Εγώ είχα τσιμπήσει λίγο και ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά ο άντρας μου [ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Σεβαστίκογλου] έβρισκε ότι δεν είχα ταλέντο. Πήγα κι έδωσα σε μια σχολή στην οποία δε δίδασκε εκείνος, γιατί δεν θα μ’ έπαιρνε φυσικά, στο Ωδείο Αθήνων. Εκεί ήταν ο Βεάκης και ο Ροντήρης, και με πήρανε. Και την τέλειωσα τη σχολή. Ε, κατάλαβα κι εγώ η ίδια μετά, που έφυγα στο εξωτερικό, ότι δεν είμαι για το θέατρο. Και δεν το μετάνιωσα καθόλου.
Έχετε ζήσει αρκετά χρόνια στο εξωτερικό. Θα συστήνατε σήμερα σε μια νέα κοπέλα να αναζητήσει την τύχη της εκεί;
Είναι τελείως διαφορετικό να είσαι πολιτική πρόσφυγας και τελείως διαφορετικό να πηγαίνεις να βρεις δουλειά. Εμάς, στη Γαλλία που πήγαμε, μας είχαν πολύ στα όπα-όπα, ως Έλληνες τότε. Και οι Γάλλοι μας βοήθησαν πάρα πολύ, με το να μας βρουν σπίτια, να μας βρουν δουλειές, να βοηθήσουν τα παιδιά μας να μάθουν τη γλώσσα. Αλλά τώρα για ένα νέο παιδί δεν είναι τόσο εύκολη η ζωή έξω. Γι’ αυτό είναι καλύτερα να μην πάει στα 19 αλλά όταν θα είναι λίγο πιο ώριμο. Γιατί είναι αρκετά δύσκολα ώστε να μπεις σε ένα ρυθμό.
Εσάς τι σας έδωσε η εμπειρία του εξωτερικού;
Μου έδωσε πολλά πράγματα. Και η Γαλλία πάρα πολλά και η Ρωσία, κατά κάποιον τρόπο. Έτσι έμαθα τα ρωσικά και μπήκα στη ρωσική λογοτεχνία, που είναι σπουδαία.
Πριν αναγκαστείτε να φύγετε είχατε ταξιδέψει ποτέ στο εξωτερικό;
Όχι, πριν να φύγω δεν είχα πάει πουθενά. Πρώτη φορά βγήκα το ’52, που πήγα στην Ιταλία για να φύγω παραέξω από κει. Δεν είχα πάει πουθενά αλλού πριν. Εδώ πρώτη φορά μπήκα σε αεροπλάνο και πήγα στη Θεσσαλονίκη το ’51.
Τους ανθρώπους που έρχονται τώρα εδώ ως μετανάστες και πρόσφυγες, πώς τους βλέπετε;
Και γι’ αυτούς είναι διαφορετικά τα πράγματα απ’ ότι όταν ήμασταν εμείς πρόσφυγες. Εμείς και στη Ρωσία που πηγαίναμε, πηγαίναμε σ’ έναν τόπο ιδεολογικά συγγενικό. Αυτοί έρχονται σε έναν ξένο τόπο, όπου δεν ξέρουν τη γλώσσα και δεν έχουν καμιά επαφή με την κουλτούρα του, και όπου πολλοί δεν τους φέρονται καλά.
Πάντως ό,τι παιδάκια ξένα έχω δει στα σχολεία, είναι από τους καλύτερους μαθητές. Και τα σχολεία τους έχουν αγκαλιάσει. Είχα πάει πρόσφατα σε ένα σχολείο στην Πανόρμου και ήταν δύο παιδάκια ξένα, ένα μαύρο κι ένα αλβανάκι, που δεν είχαν χρήματα για να αγοράσουν βιβλία. Και τους τα χάρισε ο βιβλιοπώλης. Ένα άλλο ήρθε και μου μίλησε ρωσικά και χάρηκε πάρα πολύ που είχε μια τέτοια ευκαιρία.
Πιστεύετε ότι παλιότερα ήταν πιο εύκολο για μια γυναίκα να γίνει συγγραφέας επειδή δεν είχε την πίεση του να βγει εκτός σπιτιού για να δουλέψει και να ζήσει απ’ αυτό;
Ναι, ίσως, αλλά από την άλλη μεριά, αν έμενε στο σπίτι και είχε και δυο παιδιά, δεν θα ήταν τόσο εύκολο, γιατί βγαίνοντας έξω και πηγαίνοντας στη δουλειά, αλλάζεις εντυπώσεις. Εγώ άργησα να ξεκινήσω να γράφω γιατί όταν βρέθηκα στην Τασκένδη, μέχρι να βρω τον εαυτό μου και να προσαρμοστώ, μου πήρε χρόνο. Γέννησα εκεί την κόρη μου και οι συνθήκες ήταν πάρα πολύ δύσκολες. Δεν είχε νερό μέσα στο σπίτι, δεν είχε μπάνιο, δεν είχε τίποτα. Όλα ήταν έξω. Ήταν δύσκολα. Κι εκεί δεν έγραψα και τίποτα σπουδαίο, δύο χρόνια μου ήταν αδύνατο. Μάθαινα τη γλώσσα. Μετά, όταν πήγαμε στη Μόσχα, όπου ήταν καλύτερες οι συνθήκες, έγραψα και το Καπλάνι της Βιτρίνας και ένα σωρό διηγήματα που τα έστελνα στην Επιθεώρηση Τέχνης εδώ και δημοσιεύονταν. Αλλά είχαμε τις ευκολίες των παιδικών σταθμών εκεί, που ήταν βασικό.
Αν ερχόντουσαν νέες γυναίκες που θέλουν ν’ ασχοληθούν με το γράψιμο, τι συμβουλή θα τους δίνατε;
Δεν πιστεύω στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Πιστεύω ότι ο καθένας βρίσκει το δρόμο μόνος του. Κι όταν με ρωτάνε τα παιδιά «τι χρειάζεται κανείς για να γίνει συγγραφέας;», τους λέω «τρία πράγματα». «Μόνο τρία;» Ναι, μόνο τρία: πρώτον να διαβάζεις βιβλία, δεύτερον να διαβάζεις βιβλία, τρίτον να διαβάζεις βιβλία. Έτσι γίναμε όλοι συγγραφείς, δεν πήγαμε πουθενά να το σπουδάσουμε. Άλλο αν πήγαμε στο πανεπιστήμιο και σπουδάσαμε κάτι άλλο. Μπορείς να σπουδάσεις και γιατρός και να γίνεις συγγραφέας. Θα σου διαβάσω κάτι που έγραψε ο Τσέχοφ και που, χωρίς να το έχω διαβάσει, άθελά μου το ακολούθησα. Λέει, λοιπόν, ο Τσέχοφ: «Συμβουλές σε ένα νέο συγγραφέα. Είναι κατανοητό όταν γράφω: Ο άνθρωπος κάθισε στο χορτάρι. Το καταλαβαίνει κανείς γιατί είναι ξεκάθαρο και δεν αποσπά την προσοχή του. Τουναντίον, είναι δυσνόητο και βαρύ αν γράψω: Ψηλός, με στενό στήθος άντρας, με ξανθοκόκκινα γένια, κάθισε στο πράσινο, πατημένο ήδη από τους διαβάτες, χορτάρι, αθόρυβα, κοιτάζοντας γύρω του άτολμα και φοβισμένα». Επίσης λέει: «Μη γράφετε άσκοπες περιγραφές της φύσης».
Εσείς αυτή την εποχή γράφετε κάτι;
Ναι, έχω ξεκινήσει κάτι από πέρυσι.
Είναι παιδικό ή για ενηλίκους;
Α, δε λέω τίποτα, μέχρι να τελειώσει.
Ακολουθείτε κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα όταν γράφετε;
Όχι, δεν είμαι τόσο πειθαρχημένη. Παλιά έγραφα στην κουζίνα, για να βλέπω και το φαγητό. Στο Παρίσι, πήγαινα πολύ σε καφέ, για να βγαίνω από το σπίτι. Τώρα γράφω συνήθως στο σπίτι της κόρης μου στις Βρυξέλλες, αλλά γράφω όπου να ‘ναι. Είναι τεράστια τα δωμάτια και κάθομαι κάθε μέρα όπου βρω.
Μαγειρεύετε ακόμα;
Μόνο αναγκαστικά, δε μ’ αρέσει καθόλου το μαγείρεμα. Αυτό που μ’ αρέσει είναι να βρίσκομαι με φίλους μου. Και, όπως λέει και η εγγονή μου, είμαι πολύ έξυπνη κι έχω κάνει φίλους νεότερους από μένα, κι έτσι έχω συντροφιά. Γιατί από τους συνομήλικούς μου, έξω από τον Τίτο Πατρίκιο, δεν μου ‘χει μείνει άλλος.
Ήσασταν πολύ φίλες και με τη Ζωρζ Σαρή…
Ναι, ήμασταν μαζί από 12 χρονών φίλες. Και τώρα ακόμα, που έχει φτάσει να μη με αναγνωρίζει καν, πιάνω τον εαυτό μου να κάνει κάτι και να σκέφτομαι «α, τώρα θα λέγαμε με τη Ζωρζ αυτό» ή «να πω στη Ζωρζ το άλλο».
Η γυναικεία φιλία δεν είναι τόσο δύσκολη όσο λέγεται;
Όχι, βέβαια. Αλλά έχω και άντρες φίλους. Δίνω πολλή σημασία στη φιλία. Και τους διατηρώ τους φίλους μου. Έλειψα τόσα χρόνια από την Ελλάδα και δεν τους έχασα, γιατί πάντα προσπαθούσα να κρατάω μια επαφή.
Τι χρειάζεται για να το πετύχει κανείς αυτό;
Τι να σου πω, είναι έμφυτο. Είναι να μην παίρνεις μόνο, αλλά να δίνεις κιόλας.
Για να διατηρήσει κανείς την παιδικότητά του τι χρειάζεται;
Α, αυτό μου το ρωτάνε συνέχεια, αλλά δεν ξέρω πώς γίνεται. Να, το καλοκαίρι πήρα κάτι κόκκινα παπούτσια και κάποια στιγμή αναρωτήθηκα, βρε, μήπως είμαι πολύ μεγάλη για να φορέσω κόκκινα παπούτσια; Αλλά τα φόρεσα!
Έχετε κάποιο email για να σας στείλω τη συνέντευξη όταν δημοσιευτεί;
Ναι, βέβαια, να σ’ το γράψω.
Θα έχετε κάποιον που διαβάζει τα μέιλ σας, φαντάζομαι.
Όχι, όχι, ξέρω να στέλνω και να παίρνω μέιλ, μόνο μη μου πεις να μπω στο ίντερνετ να ψάχνω. Εγώ τον υπολογιστή χρησιμοποιώ σαν γρήγορη γραφομηχανή. Όταν ξεκίνησα είχα δίπλα μου όλα τα τηλέφωνα του γιου μου και τον φίλων του, γιατί με είχε πιάσει πανικός, πώς θα τα καταλάβω, πώς θα τα καταφέρω. Αλλά τα κατάφερα.