Σήμερα ήταν η Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου. Του παιδικού βιβλίου που κάποιοι θυμόμαστε με αφόρητη νοσταλγία και άλλοι δεν πιάσαμε ποτέ. Του παιδικού βιβλίου που κρατήσαμε δεκαετίες ολόκληρες στη βιβλιοθήκη για τα παιδιά μας, του παιδικού βιβλίου που φυλλοροεί κολλημένο δεκάδες φορές με σελοτέιπ, του παιδικού βιβλίου που ποτέ δε θα σταματήσει να ξεσηκώνει το ενδιαφέρον και τη φαντασία και την αγάπη πάρα πολύ μικρών και πάρα πολύ μεγάλων αναγνωστών, του παιδικού βιβλίου που κάποια παιδιά θα αντιμετωπίζουν πάντα σαν αγγαρεία, σαν αναγκαίο κακό, σαν εργασία για το σχολείο, σαν κάτι που κάνεις όταν είσαι άρρωστος, όπως οι κομπρέσες, και πιάνει (ίσως) άδικα χώρο στα ράφια σου και στη λίστα των πραγμάτων που οι μεγάλοι πιστεύουν εμμονικά ότι πρέπει να κάνεις.

Γιατί οι μεγάλοι συνέχεια γκρινιάζουν ότι τα παιδιά δε διαβάζουν. Ακόμα κι όταν δε διαβάζουν εκείνοι. Οι μεγάλοι πάντα γκρινιάζουν ότι τα παιδιά δε διαβάζουν όσο παίζουν στον υπολογιστή, δε διαβάζουν αυτά που πρέπει, δε διαβάζουν καλά, δε διαβάζουν με όρεξη, δε διαβάζουν όσο θα ήθελαν οι ίδιοι να διαβάζουν τα δικά τους παιδιά.

Και τα παιδιά συνεχίζουν να μη διαβάζουν, κι αυτό είναι κρίμα, όχι για τους μεγάλους, αλλά για τα παιδιά. Που ξέρουν απ’ έξω την «αξία» του διαβάσματος, αλλά δεν ξέρουν (γιατί συνήθως δεν έχουν νιώσει) τίποτα για την απόλαυσή του.

Έχω κάποιες ιδέες για το γιατί δε διαβάζουν τα παιδιά. Και ποια είναι τα πράγματα που θα μπορούσαν να τους δείξουν τη χαρά του να διαβάζεις.

Βέβαια, εγώ είμαι μεγάλη. Και μπορεί να μην ξέρω πολλά για όλα αυτά.

Επειδή όμως είμαι μια μεγάλη με πάρα πολλά παλιά παιδικά βιβλία στη βιβλιοθήκη μας, που φυλλοροούν κολλημένα με σελοτέιπ, θα ήθελα να σας πω τις ιδέες μου. Και ύστερα να τις συζητήσετε με τα παιδιά.

  1. Τα παιδιά δε διαβάζουν γιατί νομίζουν ότι το διάβασμα είναι τσακωμένο με την τεχνολογία

Είναι σαν να ζητάς από ένα παιδί να διαλέξει ανάμεσα σε μια σοκολάτα και ένα πορτοκάλι. Δεν είναι ότι το πορτοκάλι έχει κάτι εγγενώς απωθητικό, κάτι που το τοποθετεί αναπόφευκτα στα αζήτητα της παιδικής ηλικίας εκτός κι αν κάποιος καταφέρει να κλείσει πραγματικά σφιχτά τη μύτη του παιδιού του και να του το δώσει να το καταπιεί. Είναι ότι αν το βάλεις, με όρους αμοιβαίου αποκλεισμού, δίπλα στη σοκολάτα, το μετατρέπεις αυτομάτως στην αιτία για την οποία το παιδί δεν θα φάει σοκολάτα. Έτσι δε θα το διάλεγα ούτε κι εγώ.

Η θεωρία μου εδώ είναι ότι πρέπει να κάνουμε χώρο και για τα δύο. Όχι μόνο επιτρέποντας στα παιδιά να τρώνε και πορτοκάλι και σοκολάτα, αλλά μυώντας τα σιγά σιγά στη γοητεία της σοκολάτας μεπορτοκάλι. Η οποία πιθανότατα δε βρίσκεται καθημερινά στο ψυγείο όλων μας, πράγμα που σημαίνει ότι για να τη γνωρίσουν τα παιδιά θα πρέπει να την αναζητήσουμε εμείς οι ίδιοι, γονείς, νονοί, δάσκαλοι, συγγραφείς και εικονογράφοι. Πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να τους δείξουμε πώς οι ιστορίες κρύβονται παντού, στο ίντερνετ, στα σόσιαλ μίντια, στα παιχνίδια, στις ταινίες, πώς όλα αυτά μπορούν να συνδεθούν ή να ξεκινήσουν από ή να μεταμορφωθούν σε ένα βιβλίο, πώς τα ίδια τα βιβλία μπορούν να κρυφτούν μέσα σε ηλεκτρονικά εργαλεία και να γίνουν ακόμη πιο ενδιαφέροντα χάρη σ’ εκείνα.

  1. Τα παιδιά δε διαβάζουν γιατί δεν τους δίνουμε την ευκαιρία να διαβάζουν μαζί. Και μαζί μας.

Γιατί πιστεύετε πως τα περισσότερα παιδιά διαβάζουν βιβλία μέχρι τα 6 περίπου χρόνια τους και μετά, απότομα ή σταδιακά, σταματάνε; Μπορεί να φταίει ο συσχετισμός του βιβλίου με την υποχρεωτική (και καμιά φορά άχαρη) εκπαίδευση, ναι. Όμως η δική μου άποψη λέει ότι περισσότερο φταίει το ότι σ’ αυτή την ηλικία περίπου τα παιδιά σταματάνε να διαβάζουν με παρέα. Η μαμά και ο μπαμπάς θεωρούν ότι μπορούν να το κάνουν πια και μόνα τους, το διάβασμα πριν από τον ύπνο αγκαλιά γίνεται μάλλον εξαίρεση αντί για κανόνας, λίγες φορές κάποιος θα μαζέψει 4-5 παιδιά και θα τους διαβάσει μια ιστορία. Και κάπως έτσι το διάβασμα γίνεται κάτι μοναχικό, τη στιγμή που τα περισσότερα παιδιά προτιμούν να κάνουν πράγματα παρέα με άλλους ανθρώπους. Η δική μου άποψη λέει πως αν περισσότερες μαμάδες και περισσότεροι μπαμπάδες διάβαζαν μαζί με τα παιδιά μέχρι εκείνα να τους διώξουν κλοτσηδόν από το εφηβικό τους δωμάτιο, αν είχαμε καλές, σταθερές, λέσχες ανάγνωσης για παιδιά και για εφήβους, αν ενθαρρύναμε τα παιδιά να δουν το διάβασμα ως μια κοινωνική διαδικασία, θα ήταν πολύ περισσότερα εκείνα που θα το αποζητούσαν, με σκοπό όχι μόνο να διαβάσουν ένα βιβλίο αλλά και να επικοινωνήσουν μέσα από αυτό.

Και κάτι ακόμα: έχω βρεθεί σε τάξεις σχολείων όπου τα περισσότερα παιδιά έχουν χρόνια να διαβάσουν οικειοθελώς μια ιστορία. Έχω βρεθεί σε νησιά της άγονης γραμμής όπου τα παιδιά αντιμετωπίζουν τα βιβλία ως απολιθώματα μιας άλλης εποχής. Κι όμως, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, όταν η Στέλλα-συγγραφέας τρυπώνει ανάμεσά τους και δίνει πρόσωπο, λόγο και εμπειρία στο απολίθωμα και τα όσα το περιβάλλουν, τότε κάτι αλλάζει στο βλέμμα των παιδιών. Όχι λόγω της Στέλλας, αλλά λόγω της συγγραφέα. Ρωτάνε πώς είναι να γράφεις και τι βιβλία διάβαζες μικρή. Θέλουν να μάθουν πώς επινοείς τους ήρωές σου και γιατί άρχισες να φτιάχνεις ιστορίες. Και μετά, αυθόρμητα, θέλουν κι εκείνα να διαβάσουν τις ιστορίες αυτές. Για να σε γνωρίσουν καλύτερα, εσένα και τον εαυτό τους.

Γι’ αυτή και μόνο τη μαγική διαδικασία, θα μπορούσα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου πηγαίνοντας από σχολείο σε σχολείο και μιλώντας με τα παιδιά. Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά για τους συγγραφείς και τους εικονογράφους. Κάθε επίσκεψη σε μία τάξη σχολείου, κάθε παρουσίαση σε κάποιο βιβλιοπωλείο ή μπαζάρ απορροφά ένα σημαντικό κομμάτι του χρόνου που θα αφιέρωναν στη βιοποριστική δουλειά τους (η οποία, συνήθως, δεν είναι το γράψιμο), χωρίς να τους ανταμείβει οικονομικά με, έστω, αντίστοιχο, τρόπο. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που εμπλέκει, φυσικά, τους ίδιους τους δημιουργούς, τα σχολεία, τα παιδιά και τις οικογένειές τους, τα βιβλοπωλεία και τους εκδοτικούς, με τρόπους που δεν είναι εύκολο να αναλυθούν εδώ ούτε να αντιμετωπιστούν, βεβαίως. Το βάζω, όμως, στο τραπέζι γιατί κάποτε ένα αγοράκι στην Ηρακλειά αποφάσισε να διαβάσει το πρώτο του μεγάλο βιβλίο όταν παίξαμε μπάλα και τον διαβεβαίωσα ότι το έγραψα στ’ αλήθεια μόνη μου, εγώ.

  1. Τα παιδιά δε διαβάζουν γιατί δεν μπορούν να φανταστούν τους εαυτούς τους ως δημιουργούς σε σχέση με τα βιβλία.

Κανείς δεν περιμένει από ένα παιδί να βολτάρει σε πινακοθήκες και μουσεία και να χαζεύει τα εκθέματα και τα έργα τέχνης χωρίς να έχει και το ίδιο το περιθώριο, στο σπίτι του ή αλλού να ζωγραφίσει, να φτιάξει ελεφαντάκια από πλαστελίνη, να κόψει σχήματα από τα χαρτόνια του και να φτιάξει κουκλάκια από κλαδιά και φύλλα δέντρων. Γιατί λοιπόν περιμένουμε τα παιδιά να απολαμβάνουν τα βιβλία μόνο ως «καταναλωτές» τους, χωρίς να τα ενθαρρύνουμε να γίνουν και τα ίδια δημιουργοί; Πόσο περισσότερο θα καταλάβαιναν, θα χαίρονταν και θα αποζητούσαν τα παιδιά τις γραμμένες ιστορίες, αν μέσα στο καθημερινό τους παιχνίδι ήταν και το να δημιουργούν, να γράφουν, να εικονογραφούν και να φτιάχνουν σε βιβλίο τις δικές τους; Τα παιδιά θέλουν πρώτα απ’ όλα να είναι δημιουργοί, πρωταγωνιστές στη δική τους τέχνη. Κι αν τα αφήσουμε να γίνουν, ίσως θυμηθούμε πώς είναι να είμαστε κι εμείς.

  1. Τα παιδιά δε διαβάζουν γιατί δεν τους δίνουμε την ευκαιρία να διαλέξουν βιβλία που τους αρέσουν πραγματικά.

Ως συγγραφείς, γράφουμε βιβλία που πιστεύουμε ότι θέλουν να διαβάσουν τα παιδιά. Ως γονείς, τους αγοράζουμε αυτά που θέλουμε να διαβάσουν. Ως θείοι και νονοί, τους χαρίζουμε αυτά που φανταζόμαστε ότι θα τους αρέσουν (ή αυτά που άρεσαν σ’ εμάς ως παιδιά). Ως δάσκαλοι, τους προτείνουμε ή τους αναθέτουμε εκείνα που θεωρούμε ότι θα τα ωφελήσουν. Που είναι η ελεύθερη επιλογή των παιδιών σε όλα αυτά; Πού είναι το δικαίωμά τους να διαλέγουν το βιβλίο που θα διαβάσουν;

Σε ποια τάξη τα παιδιά ψηφίζουν το βιβλίο που θα διαβάσουν μαζί και πόσοι γονείς πηγαίνουν μαζί τους στη δανειστική βιβλιοθήκη, αφήνοντάς τα ελεύθερα να διαλέξουν αυτά που τους φωνάζουν από μακριά; Πόσοι συγγραφείς παίρνουν ιδέες για τα επόμενα βιβλία τους μιλώντας με τα παιδιά, πόσοι μεγάλοι τους μαθαίνουμε να διαλέγουν βιβλία που αρέσουν μόνο σ’ εκείνα;

Τα πρώτα «μεγάλα» μου βιβλία τα διάβασα αγκαλιά με τον παππού, τα πιο ωραία «μικρά» τα διαβάζω παρέα με τις κόρες μου, μερικά από αυτά που δε θα διάλεγα ποτέ τα συναντάω χάρη στο Bookworm, τα δικά μου βιβλία τα γράφω μέσα από blogs, posts και ηλεκτρονικά post-its. Από σήμερα, ας αφήσουμε τα παιδιά να βρουν το δικό τους τρόπο να χαίρονται το διάβασμα, τους αξίζει.

Newsletter

Ενημερώσεις, αποκλειστικότητες, τέτοια.

Σ' ευχαριστώ για την εγγραφή, θα τα πούμε σύντομα!