Στα σχολεία όπου μιλάω για την ψυχογενή ανορεξία, λίγο προς το τέλος της συζήτησης, εκει που τα παιδιά έχουν αρχίσει να ψυχανεμίζονται τι είναι πραγματικά αυτή η αρρώστοα, σε τι καθοδικά σπιράλ και αδιέξοδους λαβυρίνθους μπλέκεται το μυαλό σου όταν την έχεις, με πόση φορά χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο εσύ και οι άνθρωποι που σ’ αγαπάνε πολύ, έρχεται αναπόφευκτα η ερωτηση: «κι εγώ τι μπορώ να κάνω αν κάποιος φίλος μου ζορίζεται και υποφέρει;»
Η ερωτηση -όπως και η συζήτηση, φυσικά- δεν αφορά μόνο την ανορεξία ούτε μόνο τους φίλους. Αφορά όλα όσα μπορούν να κάνουν έναν έφηβο -έναν άνθρωπο, αλήθεια- να υποφέρει, την κατάθλιψη, το αγχος, την ανασφάλεια, την απογοήτευση- και αφορά και όλους εκείνους που τα παιδιά αγαπούν πολύ -συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού τους.
Προφανώς δεν είμαι ειδικός την ψυχικής υγείας και προφανώς τους έχω ήδη πει, αρκετές φορες ώστε να με βαρεθούν, μέσα στην κουβέντα ότι τις διατροφικές διαταραχές -οπως και όλα τα ψυχικά προβλήματα- δεν μπορεί να τις ξεπεράσει κανεις χωρίς ψυχοθεραπεία. Αυτό που με ρωτάνε όμως προηγείται και ξεπερνάει τη θεραπεία.
Έχει να κάνει με το πως στέκονται τα ίδια, ως φίλοι, αδέρφια, συμμαθητές, αργότερα και γονείς ή δάσκαλοι, απέναντι σε κάποιον που υποφέρει και σ’ αυτό η απάντηση είναι στην πραγματικότητα πιο δύσκολη από την παραπομπή σε έναν ψυχοθεραπευτή. Έχει να κάνει με το πως βοηθάς κάποιον που δεν είναι σίγουρο ότι θέλει να βοηθηθεί, πώς γκρεμίζεις τις άμυνες, πώς σέβεσαι τα όρια, πως βάζεις την ανάγκη του άλλου πάνω από τη δίκη σου λογική, πως καταλαβαίνεις τι αισθάνεται και πως μπορείς να φέρεις μια ουσιαστική αλλαγή στο πως νιώθει και το πως επιλέγει να βοηθήσει τον εαυτό του.
Όταν τους αντιγυρίζω την ερωτηση -«εσείς πως πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να τον/την βοηθήσετε»- οι πρώτες απαντήσεις είναι κατευθείαν βγαλμένες απο το βιβλίο της εκθεσης αλλά και από την -καθόλου βοηθητική- καθημερινή μας εμπειρία. Από αυτό που κάνουμε, λίγο πολύ, όλοι. «Να του δώσω συμβουλές», «να του πω ότι πρέπει να το αντιμετωπίσει αλλιώς», «να του δώσω να καταλαβει ότι δεν είναι σωστό αυτό που κάνει», «να του εξηγήσω ότι κάνει κακό στον εαυτό του», «να του πω τη γνώμη μου».
Όταν τους ρωταω, ξανά, αν εκείνα τα έχει βοηθήσει πραγματικά το να τους δώσει κάποιος συμβουλές ή να τους εξηγήσει ότι δεν είναι σωστό αυτό που κανουν, όταν για παράδειγμα περνάνε μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση (εδώ οι συνοδοί καθηγητές αρχίζουν τα προκαταβολικά «σσσσσς», Θε μου ποσό συντηρητικοί είμαστε ακόμα), κανεις δε σηκώνει το χέρι. Και μόνο όταν ρωταω, ξανά, τι θα ήθελαν εκείνα να κάνει κάποιος γι’ αυτά όταν βρίσκονται στα κατάβαθα της απελπισίας, δυο-τρία πρόσωπα ζωηρευουν και απαντάνε «να με ακούσει». “Να καταλαβει τι αισθάνομαι”. “Να μη με κρίνει”. Εγώ δε χρειάζεται να πω τίποτα πια.
Αν ειχαν διαβάσει -αν είχαμε διαβάσει όλοι μας- ως μικρά παιδιά το Το κουνελάκι άκουγε (Cori Doerrfeld, εκδόσεις Διόπτρα) μπορεί να είχαμε γλιτωσει, στη συζήτηση και στη ζωή, το στάδιο με τις συμβουλές. Δεν είναι αργά, όμως. Αν διαβάσουμε το κουνελάκι ως έφηβοι μπορεί ν’ αρχίσουμε ενστικτωδώς ν’ αφήνουμε στην άκρη αυτό τον εγωκεντρισμό που τόσο νωρίς αποκτάμε, ότι αυτό που έχουμε να δώσουμε εμείς υπερέχει αυτού που πραγματικά χρειάζεται ο άλλος. Και αν το διαβάσουμε ως γονείς, ίσως να αρχίσουμε να ακούμε περισσότερο τα παιδιά μας. Ειδικά όταν υποφέρουν.