“Και δηλαδή, αυτή η Ραπουνζέλ τι κάνει όλη μέρα, βρε Στεφανία; Απλώς χτενίζεται;”
“Είναι πρι-γκί-πισ-σα, μαμά, δε χρειάζεται να κάνει τίποτ’ άλλο. Είναι κλειδωμένη στον πύργο της επειδή έχει το μαγικό της νεότητας, τι άλλο θες να κάνει;”
Η Στεφανία ήταν κάθετη κι εγώ πολύ στενοχωρημένη. Κατά την ταπεινή μου άποψη, η Ραπουνζέλ βρισκόταν κλειδωμένη στον πύργο της επειδή η Κόδελ φοβόταν μήπως πιάσει ψείρες, αλλά το βασικό μου πρόβλημα ήταν άλλο: όσο η Ντίσνεϊ εκσυγχρόνιζε (αργά) τις πριγκίπισσές της, η κόρη μου (και εκατομμύρια άλλες κόρες) θα μεγάλωνε με πρότυπο πεντ’-έξι έφηβες χωρίς σπυράκια, που δεν είχαν άλλη έγνοια μέσα στην ημέρα από το να περιμένουν έναν ή περισσότερους πρίγκιπες, να οργανώνουν χορούς, να δίνουν συγκαλυμμένες διαταγές και να βασίζονται σε δυο-τρεις καλόκαρδες αλλά ανερμάτιστες νεράιδες όποτε η ζωή τούς έκανε τσαλίμια.
Κι εγώ -ξέρετε αν με έχετε διαβάσει έστω και λίγο- έχω θέμα με το πώς μεγαλώνουμε τις κόρες μας.
Γιατί το πώς μεγαλώνουμε τις κόρες μας έχει να κάνει με το τι γυναίκες θα γίνουν. Κι έχει να κάνει με πράγματα που δε μας αρέσει να φανταζόμαστε όσο είναι ακόμα μικρές, όμως θα μπορούσαμε, ως ένα βαθμό να προλάβουμε αν κάναμε ένα τολμηρό βήμα να τα φανταστούμε: με το αν θα φλερτάρουν με τις διατροφικές διαταραχές και το αν θα αποκτήσουν κάποια, με το αν θα υποστούν βία στις σχέσεις τους και αν θα την υπομείνουν, με το αν θα γίνουν γυναίκες ανεξάρτητες, με την ικανότητα να χαίρονται τη ζωή, ή θα αναζητούν για πάντα κάποιον να τις σώσει από τις αδικίες της μοίρας τους ή από την ευκαιρία να γίνουν χρήσιμες, για τον κόσμο και για τον εαυτό τους.
Και οι γνωστές πριγκίπισσες, ως πρότυπα μεγαλώματος, με πήγαιναν σε όλα αυτά προς την αντίθετη ακριβώς κατέυθυνση από αυτή που θέλω να πάω.
Από την άλλη, όλα τα υπόλοιπα υποψήφια πρότυπα, σ’ αυτήν την ηλικία, θα φαίνονταν στα κορίτσια δευτερεύοντα, σκέφτηκα. Συμπληρωματικά. Βαρετά, ίσως.
Η ταύτιση με τις πριγκίπισσες μοιάζει άρρηκτη, σχεδόν εκ γενετής, σκέφτηκα και παραλίγο να διασχίσω με κόκκινο τη Μιχαλακοπούλου, κατεβαίνοντας με τα πόδια προς το Μέγαρο Μουσικής.
Και τότε, πριν δύο χρόνια, το αποφάσισα. Θα έπαιζα στην έδρα τους. Θα έφτιαχνα τη δική μου πριγκίπισσα. Μια πριγκίπισσα που δε θα αρκούνταν στο να πριγκιπίζει, να πριγκιπεύει και να πριγκιπάρει, μια πριγκίπισσα που θα ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει τη ζωή ακόμα κι όταν δεν έμοιαζε με την Μπάρμπι ομόλογό της, που θα μάθαινε πώς είναι να συνυπάρχεις με άλλους ανθρώπους και να μην αποφασίζεις για όλα εσύ, που θα ήταν ικανή να κάνει πραγματικότητα τις επιθυμίες της χωρίς μαγικά και που θα ζούσε την ερωτική και συντροφική της ζωή σαν μια κατ’ επιλογήν συναρπαστική περιπέτεια και όχι σαν πειραματόζωο σε καταστολή.
Έτσι έφτιαξα την πριγκίπισσα Αθηνά. Η Αθηνά φοράει τζιν, σταράκια, αστείες παντόφλες και στέμματα. Δεν ξέρει τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, ξέρει όμως ότι κάτι θέλει να γίνει, πέρα από πριγκίπισσα. Θέλει να είναι όμορφη και να την αγαπάνε όλοι, αλλά στην πορεία μαθαίνει ότι δε χρειάζεται (ούτε και αρκεί) να είσαι όμορφη για να σε αγαπάνε αυτοί που αξίζει και ότι το να σε αγαπάνε όλοι δεν είναι τελικά τόσο ευχάριστο ούτε τόσο ενδιαφέρον όσο ακούγεται. Προσπαθεί να βρει την ισορροπία ανάμεσα στο να τα θέλει όλα δικά της και το να μη διεκδικεί τίποτα ποτέ -και τα καταφέρνει. Έχει ακούσει ότι κάποια στιγμή θα έρθει να τη βρει ένας πρίγκιπας, αλλά πολύ γρήγορα βαριέται να περιμένει -κι επίσης δεν είναι σίγουρη ότι αυτός που θα έρθει θα είναι και εκείνος που θα αξίζει την αναμονή. Έχει ένα μαγικό ραβδί δώρο από κάτι νεράιδες, τις νονές της, αλλά το παρατάει όπου να ‘ναι και, όταν το ραβδί χαλάει, μαθαίνει να φτιάχνει τη ζωή της όπως τη θέλει, ακόμα και χωρίς αυτό.
Την έγραψα σε καναπέδες, τρένα και αεροπλάνα. Την έγραψα άϋπνη, έγκυος, χαρούμενη και λυπημένη. Την έγραψα χωρίς να πολυσκέφτομαι -γιατί την είχα σκεφτεί τόσα χρόνια πριν αρχίσω να τη γράφω. Την έγραψα σε πέντε βιβλία, ένα για κάθε γλυκανάλατο ιλουστρασιόν παραμυθάκι που ήθελα να ξεφορτωθώ διακριτικά, για να μη βλέπω τουλάχιστον το “love” μεταφρασμένο αδιακρίτως ως “αγάπη”.
Το πρώτο από τα πέντε, “Μα τι κάνουν οι πριγκίπισσες όλη μέρα;”, κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Πατάκη.
Ο Τόμεκ Γιοβάνης ξετρύπωσε από την πρώτη κιόλας μέρα την Αθηνά στα παραμύθια του δικού του μυαλού και του μολυβιού του, και την εικονογράφησε όπως της αξίζει.
Η Στεφανία μού ζητάει τώρα να γράψω κι άλλα βιβλία της, “ένα για κάθε πριγκίπισσα που κάνει σαχλαμάρες, μαμά”.
Κι εγώ περιμένω να μεγαλώσει η Αθηνά. Είμαι σίγουρη πως θα είναι σπουδαία. Είτε παραμείνει πριγκίπισσα είτε κάποτε σταματήσει να είναι.