Στις 12/12 (ωραία ημερομηνία, συμμετρική), είχαμε την τελευταία συνάντηση του Bookworm γι’ αυτή τη χρονιά: μαζί με την Ιωάννα Καρυστιάνη αυτοπροσώπως, μαζευτήκαμε για να συζητήσουμε για το βιβλίο της Το Φαράγγι, που το είχαμε διαβάσει (έστω και νωρίς) για το μήνα Δεκέμβριο.
Η Καρυστιάνη ήταν χείμαρρος. Και παρότι ήθελα να της πάρω κανονική συνέντευξη, γιατί πολλά από τα βιβλία της τα έχω λατρέψει, έπιασα τον εαυτό μου να σημειώνει απλώς, μανιωδώς, μ’ ένα στυλό που της βούτηξα επί τόπου, πάνω σε κάτι χαρτιά που βούτηξα, επίσης επί τόπου, από τη Στεφανία, σκόρπια πράγματα που έλεγε και που με έκαναν να τινάζομαι αυθόρμητα ακούγοντάς τα. Σε μερικά, έβλεπα με την άκρη του ματιού μου και τη Στεφανία ν’ αφήνει για λίγο τη ζωγραφική και να την κοιτάζει με μισάνοιχτο στόμα.
Μπορεί να σας βγάλουν νόημα όλα αυτά, μπορεί και όχι. Εγώ τα καθαρόγραψα εδώ, από τις ορνιθοσκαλισμένες καρτέλες μου, για να τα θυμάμαι, και σας τα παραδίδω.
Καλή επόμενη χρονιά (ας βγει κανείς, by the way, να πει «πο πο, είναι δίσεχτο το ’16»).
Για Το Φαράγγι
Το Φαράγγι ξεκίνησα να το γράφω από το τέλος του. Και την ιστορία με τα χέρια δεν τη διάβασα πουθενά, είναι δικιά μου.
Είχαμε πει με τα αδέρφια μου ότι θα κάνουμε όλοι μαζί κάποτε μια μικρή πεζοπορία και δεν την κάναμε ποτέ. Όλο το σκεφτόμουν, όμως, και κρατούσα χρόνια σημειώσεις γι’ αυτό. Έγραφα κι έσβηνα για πολύ καιρό, ανάμεσα σε άλλα βιβλία μου, μάλλον το απέφευγα, του κρυβόμουν. Όταν έχασα τους γονείς μου, αποφάσισα ότι κάτι πρέπει να κάνω με όλο αυτό –νομίζω πως πάντα τα ισχυρά σοκ με ωθούσαν να γράψω για πράγματα που ζυμώνονταν καιρό μέσα μου.
Η αποδοχή από την οικογένεια του γκέι ζευγαριού στο Φαράγγι γίνεται σταδιακά, όταν οι άνθρωποι αρχίζουν και βρίσκουν τα κοινά τους. Όταν ο Ιταλός γκέι σύντροφος του ενός αδερφού, σηκώνεται και τραγουδάει κρητικά προς τιμήν του πεθερού του.
Για μερικούς ανθρώπους, όπως και για τον Αργύρη στο Φαράγγι, και για την Ευδοκία, κάθαρση μπορεί να είναι και μόνο η συνειδητοποίηση του άλγους. Δε γίνεται και δε χρειάζεται όλα να φωτίζονται, να εξομολογούμαστε τα πάντα, να γίνεται, σε κάθε περίπτωση, μια έκρηξη για να λυτρωθεί κανείς.
Η Ινώ λέει ότι είναι εκείνη που δεν παίρνουν ποτέ στα σοβαρά. Ανάμεσα στα αδέρφια μου, μπορεί να είμαι εγώ η Ινώ.
Για το γράψιμο (και το διάβασμα)
Στα διαλείμματα από τα μυθιστορήματα, κάνω ένα σωρό λογοτεχνικές ασκήσεις: το αγαπημένο μου δέντρο, π.χ. Για μένα, το τάδε πουρνάρι. Επίσης, γράφω στίχους. Αφήνομαι να γράψω ελεύθερα, εκεί γύρω στις 4 το πρωί, και από αυτό που βγαίνει παίρνω νοήματα που αναδύονται σε σχέση με το άλλο, το πεζό, που γράφω.
Για ν’ αφήσω ένα βιβλίο, πρέπει να ‘χω μπει ήδη στο επόμενο. Διαφορετικά μπορεί να συνεχίσω επ’ άπειρον να το ξανακοιτάζω, να το αλλάζω, να το παιδεύω.
Η τελευταία ανάγνωση που κάνω, για τον εαυτό μου, σε κάθε βιβλίο μου, είναι σαν μια συγκέντρωση των ηρώων μου: τους μαζεύω και τους διαβάζω φωναχτά την ιστορία και φροντίζω να βεβαιωθώ ότι δεν έχω αδικήσει κανέναν τους. Με απασχολεί πολύ αυτό, η δικαιοσύνη.
Το γράψιμο είναι μπελάς. Εγώ μπήκα μεγάλη στη λογοτεχνία και πάντα, και γράφοντας παιδεύομαι. Έχω μεγάλη αμφιβολία για την αξία μου την, ας πούμε, λογοτεχνική. Μέσα από το γράψιμο, όμως, έχω μάθει ότι αξίζει να δίνεις το χρόνο που πρέπει στον κόσμο που συνηθίζουμε να λέμε “απλό κόσμο”. Αν τον πλησιάσεις και τον παρατηρήσεις, με ενδιαφέρον, τα βιώματα και τα συναισθήματά του μπορούν να σε εκτοξεύσουν πολύ ψηλά.
Σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής μου, διάβαζα κάθε μέρα ένα διήγημα. Το Ενιαύσιον Θύμα, του Παπαδιαμάντη, το ίδιο κάθε φορά.
Για τη Μικρά Αγγλία
Το 1989 αποφάσισα να γράψω τη Μικρά Αγγλία. Είχα μόλις φτάσει στην Άνδρο και δε μου άρεσε τίποτα, ήθελα να φύγω τρέχοντας από κει. Ώσπου, καλεσμένη σε κάποιο σπίτι, είδα κρεμασμένα κάδρα με τα προτρέτα πέντε πνιγμένων ναυτικών. Αυτό ήταν: αγάπησα αυτούς τους ναυτικούς. Και ήθελα να γράψω την ιστορία τους. Έπρεπε να μιλήσω με τις γυναίκες του νησιού για να μάθω, έπρεπε όμως πρώτα να κερδίσω την εμπιστοσύνη των αντρών τους, για να κατευνάσω τη δυσπιστία τους και την ανησυχία τους ότι ήθελα να κουτσομπολέψω, να γράψω για τα μπουρδέλα όπου πήγαιναν.
Πάντα με γοήτευαν οι ναυτικοί, κι ας μην είχα στην οικογένειά μου κανέναν. Έχω χρυσώσει τα ναυτικά βιβλιοπωλεία όλου του κόσμου, από Πειραιά ως Αμβούργο και Αυστραλία. Να διαβάζω ιστορίες και να μαθαίνω γι’ αυτούς.
Για την Κρήτη
Με απασχολεί το θέμα της συλλογικότητας και της μοναχικότητας. Οι συλλογικότητες μπορεί να ορίζονται από παράγοντες που ελέγχουμε, όμως εμένα με απασχολούσαν περισσότερο εκείνες που προκύπτουν από συμβάντα και σχέσεις αναπόφευκτες: η συλλογικότητα των οικογενειών, για παράδειγμα, ή των ανθρώπων που συνδέονται με ένα συγκεκριμένο γενέθλιο τόπο.
Εμείς στην Κρήτη τις βεντέτες τις λέμε «η επιβάρυνση με τα οικογενειακά».