Η Κως είναι μια περίεργη πόλη το χειμώνα. Τώρα που τα πολλά μεγάλα τουριστικά κέντρα έχουν κλείσει για τη σεζόν, τυχαίνει να περπατάς για ώρα μέσα σε έρημους δρόμους. Χωρίς να ξέρω τι συνέβαινε τέτοια εποχή άλλες χρονιές, φέτος οι λίγες συγκεντρώσεις ανθρώπων που βλέπεις, αφορούν συνήθως το προσφυγικό: είναι οι ίδιοι οι πρόσφυγες στο λιμάνι, μπροστά από την αστυνομία, έξω από τα ξενοδοχεία που τους φιλοξενούν, στο εστιατόριο που τρώνε το βράδυ καθιστοί ή τα μαγαζιά που τους επιτρέπουν να φορτίσουν τα κινητά και να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα, ή οι εθελοντές που μαζεμένοι συντονίζουν κάτι που πρέπει να γίνει. Μόνο πού και πού, σε κάποιο από τα λίγα καφέ της παραλιακής ή σε κάποιο γωνιακό μέσα στην πόλη, περνάς δίπλα από κάποια παρέα ντόπιων νέων ή παιδιών, που συζητάνε για κάποιο πάρτι που έγινε σε ένα σπίτι προχθές, για έναν αγώνα όπου συμμετείχαν απέναντι, στην Τουρκία, γι’ αυτόν που δείχνει τώρα η μεγάλη οθόνη στον τοίχο.
Στο καφέ του ξενοδοχείου όπου μένουμε, μια παρέα ηλικιωμένων παίζει χαρτιά, ενώ συζητάμε με τον Γιώργο Χαρτοφίλη, καθηγητή Φυσικής και συνιδρυτή της οργάνωσης Αλληλεγγύη Κως, που ιδρύθηκε πριν από μερικούς μήνες και προσφέρει σημαντικό έργο, έχοντας αναλάβει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της στήριξης των προσφύγων στο νησί, κυρίως στο θέμα του φαγητού, του ντυσίματος και της νυχτερινής υποδοχής τους. Ο Γιώργος δείχνει να έχει πολύ καλή γνώση της κατάστασης στο νησί και πολύ ρεαλιστική εικόνα του τι πρέπει και τι μπορεί να γίνει –είναι άλλωστε χαρακτηριστική η βαρύτητα που είδα πως είχαν τα λεγόμενά του την προηγούμενη μέρα, στην εβδομαδιαία συνάντηση συντονισμού της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, στην οποία συμμετέχουν όλες οι ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται αυτή την περίοδο στο νησί για τους πρόσφυγες. «Αν δεν ξεκινούσαμε την Αλληλεγγύη Κως εμείς (σ.σ. εκείνος και η γυναίκα του, η Αθηνά) θα το ξεκινούσε λίγο αργότερα κάποιος άλλος. Ήταν θέμα χρόνου και ανάγκης: κάτι έπρεπε να γίνει» μας λέει, πολύ συνειδητοποιημένα.
Τον ρωτάω αν τα παιδιά και οι έφηβοι της Κω συζητάνε γι’ αυτό το θέμα που είναι εμφανές ότι έχει επηρεάσει σε βάθος τη ζωή του νησιού –και τι λένε γι’ αυτό. Αν παίρνουν μέρος στις δράσεις της οργάνωσης και αν αφιερώνουν καθόλου χρόνο στο να υποστηρίξουν αυτό που συνέλαβαν και πραγματοποιούν οι γονείς, οι δάσκαλοι και οι γείτονές τους.
Ο Γιώργος σκέφτεται για μερικά δευτερόλεπτα πριν απαντήσει. «Στην τάξη αποφεύγω να μιλάμε για το θέμα, εκτός αν τα παιδιά φέρουν εκεί την κουβέντα. Δεν ξέρεις τι ακούει το καθένα στο σπίτι του και δε θέλω να φέρω ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα στην τάξη».
Το σκέφτομαι για λίγο. Και το δέχομαι. Ειδικά σε μια τόσο φορτισμένη κατάσταση για όλους, η σχολική αίθουσα μπορεί να μην είναι το κατάλληλο περιβάλλον για να θίξει κανείς ένα ζήτημα που εγείρει τόσο διαφορετικές (και καμιά φορά ακραίες) αντιδράσεις, και που απαιτεί χρόνο, ψυχραιμία, ικανότητες και διάθεση διαχείρισης, από την πλευρά του καθηγητή, ώστε να μη γίνει αφορμή για αδιέξοδες εντάσεις.
Στην πράξη, όμως;
Ως τώρα, οι μόνοι εθελοντές κάτω των 30 που έχω δει στο νησί είναι ξένοι, οι ντόπιοι εθελοντές είναι αρκετά μεγαλύτεροι (και αισθητά πιο λίγοι), όμως, απ’ ό,τι μας λέει ο Γιώργος, περιλαμβάνουν πολλές γυναίκες που μαγειρεύουν και εκπαιδευτικούς οι οποίοι έχουν την ευχέρεια να αφιερώσουν ένα μέρος του ελεύθερου χρόνου τους στην Αλληλεγγύη Κως. Αυτοί είναι άνθρωποι που έρχονται σε επαφή με νέους και παιδιά, τι κάνουν, λοιπόν, εκείνα, που ξέρουμε πάνω-κάτω τι ακούνε;
«Όχι, δεν έχουμε εμπλέξει τα παιδιά στη διαδικασία. Έχουν τα δικά τους τρεχάματα για το σχολείο και το καλοκαίρι είχαν φύγει διακοπές».
(Παρένθεση: είχα γράψει αυτό το κείμενο ως εδώ, πριν από μέρες, και σήμερα που το ξαναδιάβασα, σκέφτηκα πως είναι ίσως καλή ιδέα να το αφήσω να τελειώνει έτσι, μ’ έναν τρόπο που για μένα είναι επαρκώς σουρεαλιστικός και αυτοεπεξηγηματικός. Περνάω, ωστόσο, μια περίοδο στην οποία συνειδητοποιώ ότι πράγματα που για μένα είναι αυτονόητα, για άλλους δεν είναι, οπότε είπα να επεκταθώ.)
Αυτή την κουβέντα τη σκέφτομαι ακόμα.
Τη σκέφτομαι και διατυπώνω ξανά και ξανά μέσα στο κεφάλι μου, με όσο περισσότερους τρόπους μπορώ, το γιατί μου φαίνεται παράλογο να αφήνουμε τα παιδιά έξω από τις ασχήμιες της πραγματικότητας, χάνοντας έτσι την πιο ουσιαστική ευκαιρία που θα βρούμε ποτέ να μάθουν πραγματικά, βαθιά και ουσιαστικά κάτι. Γιατί μου φαίνεται παράλογο το να περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας με τα παιδιά προσπαθώντας να τα προστατεύσουμε από τα δύσκολα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας, να τα «κρατάμε» χαρούμενα και ανίδεα, να τα προετοιμάζουμε με τον καλύτερο τρόπο που (νομίζουμε ότι) μπορούμε για μια ζωή που δε θα ζήσουν ποτέ.)
Ξέρετε, νομίζω ότι τα παιδιά του 2015 θα ζήσουν μια ζωή στην οποία το βασικό πράγμα που θα έχουν ανάγκη δεν θα είναι το να έχουν πάει διαβασμένα στο σχολείο για 12 x 250 μέρες, να έχουν περάσει 12 x 4 συνηθισμένους και ανέμελους μήνες διακοπών να έχουν μάθει τον κόσμο μόνο μέσα από τις θεωρητικές απόψεις των γονιών, των δημοσιογράφων και των καθηγητών τους.
Τα παιδιά του 2015, νομίζω, θα ζήσουν μια ζωή στην οποία το βασικό πράγμα που θα έχουν ανάγκη θα είναι το να έχουν βγει έξω, να έχουν πάει σε καταυλισμούς, σε πυρκαγιές, σε ναυάγια, σε εκλογές, σε συνελεύσεις και συναγερμούς και να έχουν μάθει πώς αντιμετωπίζονται οι κρίσεις. Με σωστό και με λάθος τρόπο. Πώς τα πάθη και τα συμφέροντα των ανθρώπων διαμορφώνουν τις πιο πολύπλοκες καταστάσεις. Πώς οι πολύπλοκες καταστάσεις φτιάχνουν όλη την ομορφιά και την ασχήμια της ζωής. Πώς να διαχειρίζονται το καλό μέσα στο κακό και τούμπαλιν. Πώς να ανακαλύπτουν σε τι μπορούν να φανούν χρήσιμα και με ποιο μέσο. Πώς να συνεργάζονται, να διαφωνούν, να διαπραγματεύονται, να επιχειρηματολογούν και να προχωράνε.
Κι αν έχω πέσει, έστω και στο μισό, μέσα, τότε τα παιδιά των ταλαιπωρημένων άλλων, όσα γλιτώνουν από τα άθλια φουσκωτά και τα ελεεινά σωσίβια, όσα μαθαίνουν να βρίσκουν λύσεις σε καταστάσεις γεμάτες αβεβαιότητα και να ξαναχτίζουν τη ζωή τους από το μηδέν, σε μέρη που συνεχώς αλλάζουν, θα είναι σε ένα σωρό πράγματα πολύ πιο καλά εξοπλισμένα από τα δικά μας, που είχαν τρεχάματα, για το σχολείο.
Ξαναδιαβάζοντας, τώρα που δημοσιεύτηκε, το κείμενό μου για τη συλλογή Letters from Greece, θυμήθηκα κάτι που έγραψα εκεί τον Αύγουστο και που περιγράφει, με άλλα λόγια, αυτό που σκεφτόμουν εκείνο το βράδυ του Νοεμβρίου, μετά από τη συνάντηση με τον Γιώργο, φεύγοντας από την Κω:
A few days later, I found myself dragging Stefania, together with our peacock-green suitcase, along the corridors of Athens’ international airport. We were cutting it fine to make our flight to Thessaloniki, and I kept directing her purposefully. I was, after all, the all-knowing adult who could navigate effortlessly what to her was an endless labyrinth of grey rooms and corridors, unlike any space she had ever tried to decode before.
And I would have continued to our gate on auto-pilot if it hadn’t been for the thirty-something woman with a dazed look who came over to ask me where she could find gate A19. I pointed at the huge sign above us, which should have already guided her in the right direction, and a few minutes later it struck me that this perfectly capable young woman hadn’t been able to find her own way because lots of all-knowing people had, up until that point, been ready to guide her through the airport without teaching her how to do it for herself. And here I was doing the exact same thing for my daughter, worrying about the fact that I couldn’t protect and lull her in the grey rooms of history we had recently found ourselves stumbling through.
So I stopped and crouched, and I helped Stefania retrace our steps back to the huge sign. I explained to her how we could read what it said, and I let her guide us back to our gate, and we were the last ones to board, but I wouldn’t have minded even if we had missed the plane.
After we landed in Thessaloniki and during the months that followed, even when the fear and the insecurity became too much and the spectre of guiding my child through some really tough times felt overwhelming, I kept thinking this: instead of trying to shield our children and being consumed by guilt when we can’t, we should focus on teaching them how to deal with crises, especially when we find ourselves in the middle of one. This is difficult, of course – teaching your children to face the monster while you’re staring into its eyes yourself, but it is also a far more realistic thing to do, especially if you happen to be living in a country w here no amount of effort can shield anybody from the crisis that is raging outside.
Ναι, είναι δύσκολο να αφήνουμε χώρο για τα παιδιά μέσα στις κρίσεις, όταν δεν ξέρουμε κι εμείς οι ίδιοι καλά καλά πώς να τις διαχειριστούμε. Και είναι διπλή δουλειά το να τα καθοδηγούμε σ’ αυτή την εμπειρία, ώστε να είναι, εκτός από εποικοδομητική, και ασφαλής για αυτά. Αν δεν το κάνουμε, όμως, θα γίνουν ενήλικες σε μια κοινωνία που δεν ξέρει να διαβάζει τις ταμπέλες στο μετρό και στο αεροδρόμιο. Και δε θέλω να φανταστώ τι θα γίνει στην πρώτη μεγάλη κρίση όπου δε θα υπάρχουν καν ταμπέλες.
Όπως αυτή εδώ.
Όπου πνίγονται πολλά από τα παιδιά των άλλων.
Μπράβο! Και μόνο που θέτεις το θέμα, μας δίνεις τροφή για σκέψη. Η σύνδεση με το προσφυγικό επίκαιρη και σημαντική από πολλές πλευρές, αλλά το θέμα τίθεται ούτως ή άλλως της “προστασίας” των παιδιών από οτιδήποτε θεωρείται “επώδυνο” ή κοπιαστικό: θάνατος προσφιλών προσώπων, τακτοποίηση πραγμάτων, κλπ. Το πρόβλημα είναι ότι κάνουμε μία αυθαίρετη – και εύκολη – ιεράρχηση στο μυαλό μας ως προς το τι “έχει σημασία” για τα παιδιά: πχ, το να διαβάσει για το … Lower είναι πιο σημαντικό από το να μάθει να φέρνει ξύλα για το τζάκι, να μαζεύει τα πιάτα, κλπ. Κι έτσι μαθαίνουμε δυο κολυβογράμματα στο παιδί και του … ξεμαθαίνουμε βασικές αρχές συμβίωσης, αλληλεγγύης, στιγμών αγάπης, αλλά και τάξης και οργάνωσης που είναι απαραίτητες για την επίτευξη της προσωπικής του αυτονομίας.