Την ιστορία του Γιουσέφ από τη Δαμασκό την ξέρετε. Την γράψαμε, ανταποκριθήκατε, την παρακολουθούμε από κοντά. Και μπορεί να έχετε την αίσθηση ότι εμείς βοηθάμε τον Γιουσέφ, αφήστε με όμως να σας πω κάτι: ο Γιουσέφ ήταν εκείνος που μου έδωσε ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα να σκεφτώ, τις λίγες μέρες που πέρασε στην Κω.

Ο Γιουσέφ, που λέτε, έχασε, σε ένα από τα ναυάγια στην Κω, γυναίκα και παιδιά. Τρία. Και πολλοί άνθρωποι ρώτησαν: πώς μπορεί να εξακολουθήσει ένας άνθρωπος να ζει μετά απ’ αυτό; Πώς μπορεί να σηκώνεται από το κρεβάτι του και να συνεχίζει;

Screen Shot 2015-11-22 at 13.27.52

Την απάντηση την έδωσε ο ίδιος. Λίγες μέρες μετά το ναυάγιο, μόλις η ώρα πήγε οχτώ, φόρεσε το χαρακτηριστικό κίτρινο φωσφοριζέ γιλέκο των εθελοντών και ήρθε να σερβίρει τις οικογένειες που κατέφθαναν στο εστιατόριο Boomerang για το βραδινό τους. Ήταν οικογένειες προσφύγων, όπως κι εκείνος, μόνο που ήταν ακόμα μαζί, με ζωντανά όλα τα μέλη τους που είχαν ξεκινήσει, καμιά βδομάδα νωρίτερα, από την Τουρκία. Όχι όπως εκείνος.

Κι όμως ο Γιουσέφ είχε σηκωθεί από το κρεβάτι του και είχε έρθει να τους στηρίξει. Και μαζί μ’ αυτούς να στηρίξει τον εαυτό του.

IMG_3582

Ανοίγω παρένθεση: για τις ανάγκες αυτού του κειμένου και μόνο, μην πέσετε οι του διεθνούς δικαίου να με φάτε, θα κάνω μια παρέμβαση στους επίσημους ορισμούς.

Θα ορίσω ως πρόσφυγες όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων και οικονομικής κατάστασης, που έχουν αρκετούς λόγους να θέλουν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, ώστε να στριμωχτούν, με σωσίβια της πλάκας, πάνω σ’ ένα φουσκωτό, και να διασχίσουν τη θάλασσα που χωρίζει την Τουρκία από τα ελληνικά νησιά, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι μπορεί να μη φτάσουν ποτέ στον προορισμό τους –ή τουλάχιστον να φτάσουν μόνοι τους, χωρίς πια σύντροφο ή παιδιά.

IMG_3584

Θα ορίσω ως πρόσφυγες όλους τους ανθρώπους που, πατώντας το πόδι τους σε ελληνικό αμμώδες έδαφος, βρεγμένοι και καταπαγωμένοι, χωρίς παπούτσια και σακίδια, γιατί τα πέταξαν στη θάλασσα προκειμένου να μην πνιγούν, έχουν ως πρώτη τους έγνοια να καταστρέψουν τη βάρκα τους χτυπώντας την με τα κουπιά (πού τη βρίσκουν τη δύναμη, δεν ξέρω), επειδή τους έχουν πει (έστω κι αν πια δεν ισχύει) πώς αν οι ελληνικές Αρχές βρουν σώο το πλεούμενο που τους έφερε, θα τους βάλουν πάλι μέσα και θα τους στείλουν πίσω αυτοστιγμεί.

Θα ορίσω ως πρόσφυγες όλους τους ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να κάνουν το ήδη επικίνδυνο ταξίδι με φουρτούνα, επειδή ο λαθρέμπορος τούς υποσχέθηκε πως θα τους πάρει, λόγω καιρού, τα μισά λεφτά.

Θα ορίσω ως πρόσφυγες όλους τους ανθρώπους για τους οποίους αυτό το αδιανόητο είναι, για οποιονδήποτε λόγο, προτιμότερο από την προηγούμενή τους ζωή.

Αυτό, φυσικά, δε σημαίνει ότι όλοι οι πρόσφυγες είναι ίδιοι, όμως ο διαχωρισμός τους που θέλω να κάνω εδώ δεν έχει σχέση με το αν, οι του διεθνούς δικαίου, θα τους χαρακτήριζαν πρόσφυγες ή μετανάστες, με το αν πρόκειται να αιτηθούν άσυλο ή με το πόσο εύκολα θα διασχίσουν τα βόρεια σύνορά μας. Έχει να κάνει με το ποιες συνθήκες διαμόρφωσαν αυτούς τους ανθρώπους, ποιες είναι οι δυνάμεις, οι αδυναμίες και οι προσδοκίες τους, τι ονειρεύονται για το μέλλον τους και πώς μπορούν να κουμπώσουν μέσα σ’ αυτό. Και να το πραγματοποιήσουν. Κλείνει η παρένθεση.

Αρχίζω να διαβάζω τις διαφορές στην ουρά του πρωινού και του μεσημεριανού συσσιτίου, στο σερβίρισμα του βραδινού, στο μπουλούκι που συγκεντρώνεται μπροστά από την αποθήκη με τα ρούχα και τα υπόλοιπα χρήσιμα αξεσουάρ (σακίδια, μάρσιππους για τα μωρά, κουβέρτες, πάνες, ξυραφάκια και λοιπά).

FullSizeRender (5)

Είναι κάποιοι που στριμώχνονται και άλλοι που περιμένουν.

Είναι κάποιοι που λένε ευχαριστώ και άλλοι που αρπάζουν.

Είναι κάποιοι που σκύβουν το κεφάλι όταν τους δίνεις κάτι και άλλοι που χαμογελάνε –αν μιλούσαμε την ίδια γλώσσα ίσως να αστειεύονταν κιόλας.

Είναι εκείνοι που νιώθουν ακόμα πρωτόγνωρα και άβολα που στέκονται στην ουρά, που ζητάνε, που δέχονται χωρίς να δίνουν, κι εκείνοι που το θεωρούν πια σχεδόν δικαίωμά τους.

Ο πειρασμός να εξάρω τους πρώτους και να ψέξω τους δεύτερους κρατάει λίγο. Είναι που βρεθήκαμε πριν μερικούς μήνες στην πλατεία Βικτωρίας στην Αθήνα και ο Αφγανός μετανάστης, που έφτασε πριν χρόνια στην Ελλάδα και είναι πλέον μόνιμος κάτοικος εδώ, μας τα εξήγησε/θύμισε όλα: «Οι Σύριοι έχουν λίγα χρόνια πόλεμο. Πρόλαβαν να μορφωθούν, να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή, πριν αναγκαστούν να φύγουν. Εμείς έχουμε ζήσει μέσα στον πόλεμο όλη μας τη ζωή».

Είναι Αφγανοί και Πακιστανοί, Ιρακινοί και Κούρδοι, που δεν μπορούν πια να μετρήσουν τα συσσίτια στα οποία έχουν σταθεί σε όλη τους τη ζωή. Δεν μπορούν, ίσως, να διαχωρίσουν καν την έννοια της Δύσης από την αόρατη Δύναμη που ελέγχει αν θα φάνε και τι. Δεν έχουν σπουδάσει, δεν έχουν δουλέψει, δεν έχουν προλάβει να δημιουργήσουν, ούτε καν να οραματιστούν. Είναι παιδιά δεκαέξι, δεκαοχτώ και εικοσιδύο χρονών, που δεν ένιωσαν πιθανότατα ποτέ τους άβολα να στριμωχτούν και να απλώσουν το χέρι.

Το γεγονός ότι η συμπεριφορά τους με κάνει να νιώθω άσχημα, το ότι μου χαλάει την εικόνα του ανθρώπου που υποφέρει και τον οποίο με μεγαλοψυχία θα βοηθήσω (περισσότερα γι’ αυτό στο επόμενο κεφάλαιο), δεν κάνει, νομίζω την ευθύνη τους μεγαλύτερη, την υποχρέωσή μου μικρότερη, το πρόβλημα πιο διαχειρίσιμο. Το γεγονός ότι η εμπλοκή δημιουργήθηκε πριν αυτοί οι άνθρωποι φτάσουν εδώ, δε με κάνει αμέτοχη στην αντιμετώπισή της. Την ώρα που απλώνω το χέρι για να δώσω στον έφηβο πρόσφυγα μπροστά μου δύο φέτες ψωμί κι εκείνος τις κάνει στην άκρη για να πάρει μόνος του από το δίσκο ένα κομμάτι κρουασάν σοκολάτα, σκέφτομαι ότι αυτό που κάνω είναι λάθος. Αυτό που συμβαίνει είναι λάθος. Η υποδοχή και η στάση της Ελλάδας, της Ευρώπης, της Δύσης συνολικά απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους, διαιωνίζει αβασάνιστα και ύπουλα την κατάσταση, το ένστικτο, τη θέση τους απέναντι στη ζωή.

Η ελεημοσύνη δε διδάσκει δύναμη, ούτε επιλογή.

Το βόλεμά μας στην ανωτερότητα αυτού που έχει τη δυνατότητα να δίνει δημιουργεί απλώς βόλεμα και στην απέναντι πλευρά, παθητικότητα και μια βιωμένη αίσθηση εξάρτησης.

Το ότι πρέπει να υπάρχουν δομές υποστήριξης, το ότι υπάρχουν ανάγκες σε τρόφιμα και ρούχα δεν το αρνείται κανείς. Το ότι οι άνθρωποι που πριν τρεις ώρες βγήκαν μουσκεμένοι από τη βάρκα δεν μπορούν να γίνουν από τη μια στιγμή αυτοσυντηρούμενα μέλη της κοινωνίας είναι αυτονόητο. Ωστόσο οι στάσεις, τα ένστικτα και οι συμπεριφορές δεν χρειάζονται τιτάνια βήματα για να διαμορφωθούν και να αλλάξουν.

IMG_3631

Σην Κω, στη Λέσβο, στη Χίο, στον Ελαιώνα και στην Ειδομένη, θα ήθελα να δω τους φορείς υποστήριξης να κάνουν τους ίδιους τους πρόσφυγες συμμέτοχους στην υποστήριξή τους. Θα ήθελα να τους δω τις ΜΚΟ και τις δομές να προσαρμόζονται και να εκπαιδεύονται, ώστε να ενσωματώνουν τις ροές ανθρώπων που συνεχώς ανανεώνονται, στη διαχείριση των καταυλισμών και τη φιλοξενία τους. Θα ήθελα να δω εκείνους που στέκονται σήμερα στην ουρά για το ψωμί, αύριο να το μοιράζουν, κι εκείνους που μαγειρεύουν σήμερα, να δέχονται αύριο τη φροντίδα Ελλήνων, Καναδών, Γερμανών και συμπατριωτών τους. Θα ήθελα οι πρόσφυγες να δουλεύουν ως εθελοντές και να χωρίζουν τα ρούχα ανά φύλο και ηλικία, ακόμα κι αν δεν το έχουν κάνει άλλη φορά ως τώρα στη ζωή τους. Θα ήθελα να δω άτομα σαν τον Γιουσέφ, που έχουν φτάσει στα όρια της ανθρώπινης αντοχής, να ενθαρρύνονται να σηκωθούν και να βοηθήσουν. Θα ήθελα άνθρωποι που νιώθουν ότι έχουν χάσει σχεδόν τα πάντα, να οργανώνονται σε ομάδες και να μαθαίνουν, θα ήθελα να τους δοθεί η ευκαιρία να νιώσουν ότι αυτοεξυπηρετούνται, ότι προσφέρουν στον εαυτό τους και στην κοινότητά τους, ότι δεν εξαρτώνται αλλά αλληλοϋποστηρίζονται, ότι παίρνουν την εμπειρία τους και την κάνουν κάτι χρήσιμο για τους άλλους, ότι δε δέχονται ελεημοσύνη αλλά δυναμώνουν και γίνονται δρώντα υποκείμενα στη βελτίωση της ζωής τους.

Θα είναι πολύ μεγαλύτερη και η δική μας προσφορά αν τους βοηθήσουμε να το κάνουν.

 

Newsletter

Ενημερώσεις, αποκλειστικότητες, τέτοια.

Σ' ευχαριστώ για την εγγραφή, θα τα πούμε σύντομα!