Ψάχνω εδώ και ώρες να θυμηθώ πού έχω ξανανιώσει θραύσματα αυτού που νιώθω σήμερα -γιατί κάπου τα ‘χω ξανανιώσει.
Πάω να κλείσω τη μουσική, άλλο ένα τραγούδι, παίζει You Could Have It So Much Better, Άλεξ Καπράνος σ’ ευχαριστώ.
Έγραφα τη διπλωματική μου για το μάστερ, τελείωναν τα λεφτά, δεν είχα ιδέα τι διάβολο ήθελα να πω, δεν είχα ιδέα τι διάβολο ήθελα να κάνω, ξεκίνησα να πάω στη στάση του μετρό, δε θυμάμαι γιατί, για να ξεσκάσω μάλλον, για κανένα ίντερβιου μπορεί, μας σταμάτησαν φυσικά, έβραζε ο τόπος, αρχές Ιουλίου, bloody Central Line, τι έγινε πάλι, θάνατος έγινε, να τι.
Αυτό που πιστεύεις ότι δε θα σου συμβεί, γιατί είσαι από άλλη πάστα, προστατευμένος.
Αυτό που δεν χωράει σε κανένα πλάνο σου και σε καμιά αγωνιώδη έλλειψη πλάνου. Γιατί μέχρι χθες είχες την πολυτέλεια να βασανίζεσαι υπαρξιακά επειδή δεν ξέρεις τι θέλεις, αλλά δεν ταίριαζε στο angst σου το σενάριο να μην μπορείς. Επειδή θα ‘χες ξεκινήσει από το σπίτι μισή ώρα νωρίτερα και θα ‘χες μπει στο λάθος βαγόνι και θα ήσουν τώρα στάχτη στη σήραγγα και δε θα ‘φταιγε η ζέστη αλλά η βία, η βία, η βία που συμβαίνει, νομίζεις, πάντα σε άλλους.
Πέρασα τις εβδομάδες μετά τις επιθέσεις στο μετρό του Λονδίνου μέσα σε μια θολούρα που κάθε μέρα μεταμορφωνόταν -επώδυνα, σα να μου έβγαζες ένα κομμάτι γυαλί από κάπου κοντά στην καρδιά- σε μια ιδιότυπη διαύγεια.
Προσπαθούσα να μιλήσω γι’ αυτό που είχε συμβεί και ένιωθα σα να έβγαιναν από το στόμα μου σαπουνάδες και να μην άκουγε κανείς.
Όλα γίνονταν πιο αργά ξαφνικά, ελάχιστα πράγματα είχαν τη βαρύτητα ή τη βιασύνη που είχαν πριν, και δεν ήταν πάντα αυτά που θα περίμενες να είναι.
Περπατούσα στην αφόρητη σιωπή της Tavistock Square (ποτέ άλλοτε δεν έχω περάσει μέσα από τόσο πηχτή σιωπή), με τις ανακοινώσεις για αγνοούμενους τοιχοκολλημένες παντού, και δυσκολευόμουν να ανασάνω, από αυτό το πρωτόγνωρο για μένα συναίσθημα που εξαφάνιζε κάθε βεβαιότητα από μέσα μου.
Έμπαινα στο μετρό και πάλι δυσκολευόμουν να ανασάνω, από την αίσθηση ότι οι βόμβες που είχαν πέσει δίπλα μου με είχαν αφήσει αλώβητη σωματικά αλλά είχαν χτυπήσει βίαια, σαν τατουάζ στο μυαλό μου μέσα, έναν χάρτη που θα έκανα καιρό να αποκρυπτογραφήσω.
Σήμερα, δέκα χρόνια παρά κάτι (λίγες) μέρες μετά, χρόνια στα οποία έγιναν πολλά και ελάχιστα σκέφτηκα εκείνες τις παράξενες εβδομάδες, σήμερα που δυσκολεύομαι πάλι να ανασάνω, μπήκε ο χάρτης ξαφνικά κάτω από προβολέα.
Και είναι τραύμα και δώρο μαζί.
Γιατί μου θύμισε ότι τα πλάνα μας είναι άχρηστα και υπερφίαλα γιατί αγνοούν τη βία -αυτό που λέμε εμείς κρίση και κακή ιστορική συγκυρία και ατυχία και σε λάθος εποχή γεννήθηκα και τα λάθη των άλλων, αυτή τη βία, της ζωής.
Την εξοστρακίζουν, προσπαθώντας να οχυρώσουν την ύπαρξη χωρίς αυτήν -και ποιος υπήρξε χωρίς βία; Ποιος έμαθε χωρίς βία, ποιος έγραψε χωρίς βία, ποιος μεγάλωσε χωρίς βία, ποιος σου υποσχέθηκε ότι δικαιούσαι να δημιουργήσεις χωρίς αυτήν;
Θα περάσει η βία από πάνω μας το 2015, όπως το 2005 πέρασε πάνω απ’ όλους όσοι ήμασταν εκεί, θα μας αφήσει σαν λιωμένο λεωφορείο και θα εξαφανίσει κάθε μας βεβαιότητα κι όταν ακόμα φανεί ότι μαλάκωσε θα έχει αφήσει συνάψεις και μονοπάτια που σήμερα δεν μπορούμε ούτε να φανταστούμε -κανείς.
Θα γίνονται όλα πιο αργά ξαφνικά, ελάχιστα πράγματα θα έχουν τη βαρύτητα ή τη βιασύνη που είχαν πριν, δεν θα είναι πάντα αυτά που περίμενες να είναι, αλλά αυτό το ξέρεις ήδη.
You Could Have It So Much Better -όχι, κανείς.
Ανάσες.