Χθες στην Αθήνα περπατήσαμε ώρες για να αγγίξουμε όλες τις φυλές.
Στο Σύνταγμα κόκκινοι, πάνω στα μπαλκόνια του Μεγάλη Βρετανία χρυσοί, δίπλα στην πλατεία της Αγίας Ειρήνης πολύχρωμοι, προσεκτικά όμως ομαδοποιημένοι σε τραπεζάκια, όπου όλοι έπρεπε να κουνάνε το κεφάλι συμφωνώντας -διαφορετικά θα είχαν σηκωθεί πολύ καιρό πριν από την καρέκλα τους και θα είχαν καθίσει αλλού.
Άλλοι στα Εξάρχεια, άλλοι στο Χολαργό, άλλοι πάντα στην Κηφισιά, αλλά πλέον όλοι γκετοποιημένοι, ακόμα και σε μέρη όπου κάποτε βρίσκονταν μαζί σε παρέες, σχολεία και οικογένειες και έλεγαν δυο κουβέντες, έστω, σκοτώνονταν κιόλας για τις τρεις ώρες που κρατούσε το γεύμα των Χριστουγέννων (“δεν μπορώ άλλο τον παππού σου με το Πασόκ”), αλλά ύστερα πάλι ήταν παρέες, σχολεία, οικογένειες.
Τώρα δεν είναι τίποτα, αρνούνται να κοιταχτούν.
Κι αυτό είναι το μόνο που με φρικάρει.
Για όλα τα υπόλοιπα φυσικά ανησυχώ. Για τα bank runs και όλα τα ενδεχόμενα, ό,τι πιο τρομερό ξυπνάει τον καθένα τα βράδια (ίδια πράγματα και διαφορετικά), να βγάλουμε τα λεφτά, ποια λεφτά, να βάλουμε βενζίνη, να πάρουμε κανένα μπουφάν να μας μείνει τουλάχιστον, είχα πάρει ένα μπουφάν πριν από πέντε χρόνια, σε μια αντίστοιχη (από τις πρώτες τέτοιες) στιγμές, εγώ με την κοιλιά στη μύτη, μόλις είχαμε μπει στο ΔΝΤ και νομίζαμε ότι δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει. Φέτος δεν πήρα τίποτα, το μπουφάν εκείνο αντέχει ακόμα.
“Καλούμε τους τηλεθεατές να δείξουν ψυχραιμία, πάρτε άλλο ένα πλάνο από τις ουρές στα ΑΤΜ”.
— Stella Kasdagli (@stellunak) June 26, 2015
Ανησυχώ, τόσο ώστε να μη με εμποδίζει η ανησυχία να κάνω κάθε μέρα το καλύτερο που μπορώ, με το παιδί μου, με τη δουλειά μου, με τα ερεθίσματα που δίνω στους ανθρώπους γύρω μου και δίπλα μου, τι ακούνε, τι βλέπουν, τι αισθάνονται, τι μαθαίνουν, τι τρώνε από μένα. Αυτό θα κάνω και αν συμβεί το τρομερό που ξυπνάει εμένα τα βράδια: το καλύτερο που μπορώ.
Γι’ αυτό και τίποτα από τα άλλα δε με φρικάρει. Το επίπεδο της ευτυχίας τον ανθρώπων επιστρέφει στα προηγούμενα επίπεδα μετά από μια τεράστια επιτυχία ή μια τεράστια καταστροφή, τα ξέρετε αυτά. Και στην Ινδία έχουν λόγους να γελάνε οι άνθρωποι και δε γελάνε λιγότερο από μας, απλώς οι λόγοι τους είναι διαφορετικοί. Θα μάθουμε άλλα πράγματα απ’ αυτά που θα μαθαίναμε αν ζούσαμε τώρα στη Δανία π.χ., θα αποκτήσουμε άλλες δεξιότητες και διαφορετικά τραύματα, αλλά αυτό δεν πειράζει: αυτό δεν κάνει τη ζωή μας λιγότερο σημαντική, ενδιαφέρουσα ή συναρπαστική.
Ούτε θα ψηφίσω καλύτερα αν είμαι φρικαρισμένη.
Ούτε θα κάνω τη δουλειά μου καλύτερα αν είμαι φρικαρισμένη.
Ούτε θα ακούσω το παιδί μου καλύτερα αν είμαι φρικαρισμένη.
Απλώς θα ζήσω τη ζωή μου με φρίκη.
Οι φυλές, όμως;
Οι φυλές με φρικάρουν.
Μου φαίνεται αδιανόητο να διαλέγουμε και να κρίνουμε τους ανθρώπους που θα έχουμε δίπλα μας με βάση το ποιον κατηγορούν για τα χάλια μας ή το σε ποιον εναποθέτουν τις ελπίδες τους για το μετά.
Μου φαίνεται αδιανόητο επειδή δεν είμαστε σε θέση να το κάνουμε.
Δεν έχουμε κατακτήσει βασικά επίπεδα ηθικής για να διανοηθούμε να το κάνουμε.
Δεν έχουμε δικαίωμα να προβάλλουμε ιδεολογικά κριτήρια στην αξιολόγηση των ανθρώπων γύρω μας, γιατί ακόμα, αυτό που μας λείπει είναι να μάθουμε να συμπεριφερόμαστε σωστά ο ένας στον άλλον.
Είναι άτοπο να απορρίπτουμε ή να εξυψώνουμε ανθρώπους με βάση το πολιτικό τους elevator pitch αγνοώντας το πώς αντιμετωπίζουν τους συναδέλφους τους, πώς μεγαλώνουν τα παιδιά τους, πώς μιλάνε στους σερβιτόρους, με πόση ευκολία ή δυσκολία καταπίνουν τη λαμογιά ή τη διαφθορά, με πόση ευκολία νομιμοποιούν τους εαυτούς τους, πόσο σωστά κάνουν τη δουλειά τους, πώς σε τιμωρούν ή σε ανέχονται όταν δεν κάνεις αυτό που θέλουν.
Την ιδεολογία μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε ως επιμέρους στοιχείο, αλλά όχι να την αναγάγουμε σε οδηγό. Οι οδηγοί είναι άλλοι και διασταυρώνονται και επαναλαμβάνονται και αψηφούν κατηγοριοποιήσεις δεξιά και αριστερά, Ομόνοια και Εκάλη.
Στην Ηρακλειά, το Μάιο, ρώτησα τον Αντώνη, μελισσοκόμο και ψαρά και ναυπηγό και μάστορα, τι θα γίνει στην Ελλάδα, πώς τα βλέπουν τα πράγματα, αν ανησυχούν. Με κοίταξε σα να είχα πέσει από το φεγγάρι, μου είπε ότι θα ανησυχήσουν αν η θάλασσα σταματήσει να βγάζει ψάρια και παρότι δεν μπορούσα, δεν ήμουν σε θέση, να μαλακώσω από ολόκληρο το συλλογισμό του (στην Αθήνα δεν έχει θάλασσα), η απόσταση στη σκέψη μας με έκανε να σκεφτώ.
Μπορείς να πωλωθείς σε ένα νησί με 90 κατοίκους; Μπορείς να δημιουργήσεις φυλές σε μια παραλία όπου συναντιέστε όλοι για μπάρμπεκιου την Πρωτομαγιά; Δεν μπορείς. Θα βουλιάξει το νησί αν το κάνεις. Το σύνολο θα χαθεί αν η ιδεολογία γίνει οδηγός. Η κοινωνία θα τιναχτεί στον αέρα αν βγάλεις από την εξίσωση την ηθική και αρχίσεις να μετράς τις ψήφους για οδηγούς.
Στην Ηρακλειά αυτό είναι αυτονόητο. Εμάς εδώ, οι αποστάσεις και οι κενοί χώροι που απορροφούν τις εντάσεις των φυλών μας κάνουν να μην το βλέπουμε, να εθελοτυφλούμε.
Όχι ότι το να διαλέξουμε σωστούς οδηγούς θα μας εμποδίσει να πέσουμε, τώρα που φτάσαμε ως εδώ, αλλά θα μας προφυλάξει από το να πέσουμε σκληρά και ίσως μας βοηθήσει να σηκωθούμε γρηγορότερα.
Νομίζω θα μας κάνει να φρικάρουμε λιγότερο και να σκεφτόμαστε περισσότερο.
Νομίζω θα μας σπρώξει, έστω βίαια, έξω από την αναμονή, να μην ξυπνήσουμε είκοσι χρόνια μετά και να έχουμε μόνο να μετρήσουμε τα πράγματα που δε ζήσαμε και τους ανθρώπους που δεν γνωρίσαμε και τα διαφορετικά πράγματα που δεν αφήσαμε να μπουν στο κεφάλι μας επειδή ζούσαμε μια κρίση.