Ο Νίκος Καλογερόπουλος ήταν ο πρώτος που μου μίλησε για το Born To Run. Κάτι (επώδυνο) έκανε με τη φάσια του δεξιού γοφού μου, που μετά από τον ημιμαραθώνιο της προηγούμενης μέρας διαμαρτυροταν έντονα, και μάλλον ήθελε να με κάνει να ξεχαστώ. Τότε μου ανέφερε τον Κρίστοφερ ΜακΝτούγκαλ και το καταπληκτικό βιβλίο που έγραψε εκείνος προσπαθώντας να βρει την απάντηση στο ερώτημα: γιατί υπάρχουν άνθρωποι, φυλές ολόκληρες, που μπορούν να τρέχουν συστηματικά εκατοντάδες χιλιόμετρα χωρίς να τραυματίζονται ποτέ;
Δύο χρόνια αργότερα, πριν από ένα μήνα δηλαδή, τελείωνα τη μετάφραση του Born To Run για λογαριασμό της Key Books και ένιωθα πως χάρη σ’ αυτό το βιβλίο είχε αλλάξει ολοκληρωτικά, μέσα σε μερικές εβδομάδες, ο τρόπος που έβλεπα όλη τη φιλοσοφία, τη διαδικασία και την απόλαυση του τρεξίματος. Απ’ ότι φαίνεται, ωστόσο, δεν είχε αλλάξει και πολύ ο ίδιος ο τρόπος που έτρεχα -αλλιώς γιατί να διαμαρτύρεται ξανά η δεξιά λαγονοκνημιαία ταινία μου, χωρίς καν να έχω ξεκινήσει εντατική προπόνηση για το Μαραθώνιο του Νοεμβρίου;
Ήθελα να μάθω τι έκανα στραβά και γρήγορα κατέληξα ότι ο κατάλληλος άνθρωπος να μου το πει –και να το διορθώσει- ήταν ο ίδιος ο Νίκος.
Δρομέας ο ίδιος, εθελοντής χειροπράκτης σε όλα σχεδόν τα Σπάρταθλα των τελευταίων χρόνων, και με τον –τιμητικό αν και οργισμένο- τίτλο του «cyborg» να του αποδίδεται από τραυματισμένου δρομείς που περίμεναν έλεος στις συνεδρίες μαζί του, αλλά δεν το βρήκαν («αποφάσισε αν θέλεις να γίνεις καλά ή να μην πονέσεις στη συνεδρία» μου είπε χαμογελώντας μακάρια την πρώτη φορά που τόλμησα να διαμαρτυρηθώ για την ταλαιπωρία που υφίστατο εκείνη η φάσια), ο Νίκος άκουσε το αίτημά μου με χαρά.
Ετοιμάζεται να φέρει στην Ελλάδα, ως πιστοποιημένος εκπαιδευτής, τη μέθοδο Enhance Running, μαζί με μια ομάδα χειροπρακτών και γυμναστών που φιλοδοξούν να μας ξαναμάθουν να τρέχουμε. Και ήταν πρόθυμος να μου τη δείξει.
“Φέρε και τα αθλητικά σου μαζί, θα πάμε για ένα σύντομο τρέξιμο” μου έγραψε το βράδυ πριν από το πρώτο μας μάθημα και ήδη τον φαντάστηκα να χαμογελάει με νόημα πίσω από το sms. Γιατί ήξερε ότι, μετά τον ΜακΝτούγκαλ, θα μου ανέτρεπε κι αυτός, την επόμενη μέρα, σχεδόν όσα ήξερα για το τρέξιμο.
Για παράδειγμα: Πώς τρέχει σ’ αυτή την αποπάνω φανταστική φωτογραφία η Χίλαρι Σουάνκ; Υπέροχα. Ναι. Αλλά τελείως λάθος.
Κι αφού απέκτησα ένα σωρό ρυτίδες μορφάζοντας απηυδισμένη, ενώ παρακολουθούσα τον εαυτό μου να τρέχει, στο βίντεο που μου τράβηξε ο Νίκος εκείνο το πρωί, θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω γιατί.
(Παρένθεση: ήμουν πεπεισμένη ότι δεν πρόκειται ούτε σε εκατό χρόνια να καταλάβω τι κάνω λάθος από ένα βίντεο, όπως δεν καταλάβαινα πού είναι το κεφάλι και πού τα πόδια του μωρού από τον υπέρηχο στη γυναικολόγο, αλλά δεν ήξερα ότι υπάρχει αυτό το καταπληκτικό πράγμα που λέγεται Spark motion και που τραβάει πάνω στην εικόνα του βίντεο ευθείες και ομόκεντρους κύκλους, μετράει γωνίες, μόνο voice over δεν έχει για να σου εξηγεί πού τα κάνεις θάλασσα. Οπότε κατάλαβα.)
Να, κοίτα. Χωρίς να γελάς.
Το κεφάλι μου πετάγεται μπροστά σε σχέση με τον κατακόρυφο άξονα και η λεκάνη μου πίσω.
Το πόδι μου σκάει υπερβολικά μπροστά από τον κορμό μου (κανονικά πρέπει να σκάει σχεδόν από κάτω, μην κοιτάς τη Χίλαρι) ενώ η γωνία του πέλματος με το πόδι μου είναι υπερβολικά μικρή (τα δάχτυλα σηκώνονται πολύ ψηλά όταν ακουμπάει πρώτα η φτέρνα και η κνήμη ζορίζεται, σα να το νιώθω και μόνο που το ξαναβλέπω).
Κι αν έβλεπες το ίδιο το βίντεο, σε κίνηση, με μια οριζόντια γραμμή στο ύψος του κέντρου βάρους μου, θα έβλεπες και τη λεκάνη μου να ανεβοκατεβαίνει πάνω-κάτω από τη γραμμή σαν να είχε κάπου στερεωμένο ένα από εκείνα τα μπαλάκια που κάνουν γκελ, ενώ στην πραγματικότητα θα έπρεπε να μένει πολύ κοντά στην ευθεία της).
Ένα δράμα.
Ο Νίκος με καθησυχάζει ότι ο πρηνισμός μου, τουλάχιστον, είναι μια χαρά, το πέλμα, δηλαδή, σκάει πρώτα με την εξωτερική πλευρά του και ύστερα απλώνεται σιγά σιγά προς τα μέσα, οπότε έχουμε ένα πράγμα λιγότερο να διορθώσουμε.
Για τα υπόλοιπα, όμως, έχω δουλειά.
Που σημαίνει: να ισιώσω τη λεκάνη, να ισιώσω το κεφάλι, να προσπαθήσω να γείρω όλο το σώμα μπροστά, από τους αστραγάλους, έτσι ώστε να τρέχω προς τα μπρος χάρη στη δύναμη που πάει να με ρίξει κάτω, να ανεβάσω το ρυθμό μου στα 180 βήματα το λεπτό… Α, και: να δοκιμάσω να αλλάξω τα σούπερ ενισχυμένα αθλητικά μου με ένα ζευγάρι με πιο λεπτή σόλα, γιατί με τόση υποστήριξη στο πέλμα είναι σχεδόν αδύνατο, όσο και να προσπαθήσει κανείς, να μην πατήσει πρώτη η φτέρνα στο έδαφος –κι αυτό, λίγο να ’χεις ψάξει το θέμα του τρεξίματος, θα ξέρεις ότι είναι sos και debate από τα πιο καυτά.
Το ανθρώπινο πέλμα, σου λέει, είναι φτιαγμένο για να πατάει, όταν τρέχουμε, πρώτα με το μαξιλαράκι που βρίσκεται πάνω από την καμάρα. Η συνήθεια να προσγειωνόμαστε στη φτέρνα προέκυψε όταν τα παπούτσια για τρέξιμο άρχισαν να γίνονται από non-issue, επιστήμη. Ή μάλλον, επιχείρηση.
Κάπως έτσι φούντωσε πριν από μερικά χρόνια η φιλολογία γύρω από τα οφέλη του τρεξίματος χωρίς καθόλου παπούτσια, κάπως έτσι έβγαλαν οι εταιρείες αθλητικών μίνιμαλ μοντέλα που μιμούνται την κίνηση του ξυπόλητου ποδιού, κάπως έτσι έκαναν οι αμερικάνοι σωρηδόν μηνύσεις στην εταιρεία των «ξυπόλητων παπουτσιών» Vibram και την ανάγκασαν, πρόσφατα, να τους πληρώσει επειδή τραυματίστηκαν φορώντας τα αραχνοϋφαντα «παπούτσια» της.
Όμως η Vibram και η κάθε Vibram, δε φταίει για το ότι εμείς δεν τρέχουμε σωστά, μου βάζει τα πράγματα στη θέση τους ο Νίκος. Το να τρέχει κανείς ξυπόλητος δεν είναι αυτοσκοπός (κι αν το κάνει χωρίς καθοδήγηση είναι σίγουρο ότι θα πάθει μεγαλύτερη ζημιά από αυτή που πήγαινε να διορθώσει), όμως το να δοκιμάζει να τρέξει ξυπόλητος στην προπόνησή του είναι μάλλον απαραίτητο για να ξαναμάθει από την αρχή ποια είναι η φυσική (και σωστή) κίνηση του πέλματος –αυτού που ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι χαρακτήριζε ως «αριστούργημα της μηχανικής».
Ποια είναι η σωστή κίνηση; Να. Αυτό το βίντεο με βοήθησε να καταλάβω καλύτερα από κάθε περιγραφή.
Στο πρώτο μάθημα είδα και τον Καλογερόπουλο να το κάνει, ζωντανά. Έτρεξε ξυπόλητος πάνω στην άσφαλτο και η κίνησή του είχε ταυτόχρονα κάτι το αβίαστο (στο να την παρακολουθείς) και το απόλυτα άπιαστο (στο να φανταστείς ότι θα μπορούσες κι εσύ να την υιοθετήσεις).
«Βγάλε τα παπούτσια σου» μου είπε, στη μέση του μικρού δρόμου στο Ψυχικό, και έμεινα να τον κοιτάζω σοκαρισμένη. Τα έβγαλα όμως, αυτό κάνεις όταν ένα cyborg σε προκαλεί, και έτρεξα ως το τέλος του δρόμου, κι ύστερα ξανά πίσω, και ήταν τόσο ευχάριστη η αίσθηση και τόσο απελευθερωτική, που η στιγμή έγινε μία από κείνες που σε κάνουν να αμφισβητείς ένα σωρό πράγματα που ως τότε τα θεωρούσες αυτονόητα.
«Δεν είναι ανάγκη να τρέχεις ξυπόλητη» μου είπε ο Νίκος, ενώ φορούσα πάλι παπούτσια και άκουγα τα πόδια μου σχεδόν να διαμαρτύρονται για την καταπίεση που πριν λίγο τους φαινόταν φυσιολογική. «Ούτε χρειάζεται, σ’ αυτή τη φάση, να εστιάζεις στο πώς προσγειώνεται το πέλμα σου. Προέχει να φτιάξουμε τα υπόλοιπα στη στάση σου και η σωστή πρόσκρουση θα έρθει μετά».
Εύκολο να το λες, δυσκολότερο να το κάνεις. Πώς φτιάχνεις τα υπόλοιπα; Και από πού ξεκινάς;
[συνεχίζεται…]