“Εσείς πώς θα νιώθατε αν συναντούσατε τώρα κάποιο από τα παιδιά που σας έκανε bullying τότε, παλιά;”
Συνήθως ξέρω γιατί με ρωτάνε κάτι τα παιδιά με τα οποία μιλάω για το βιβλίο μου.
Με ρωτάνε γιατί κάτι τους φαίνεται απίστευτο ή, αντίθετα, πολύ πιστευτό.
Με ρωτάνε γιατί κάτι το ζουν και ψάχνουν πώς θα το αντιμετωπίσουν ή θέλουν απεγνωσμένα να βοηθήσουν κάποιον που αγαπάνε πολύ και ξέρουν ότι δυσκολεύεται, πολύ κι εκείνος.
Ή με ρωτάνε για να με προκαλέσουν ή για να προκαλέσουν κάποιον άλλο ενήλικα που τα ακούει εκείνη τη στιγμή.
Ή με ρωτάνε επειδή φαίνεται η τιράντα του σουτιέν μου και κάποιος έχει αρχίσει να γελάει, με τον τρόπο που γελάνε τα παιδιά της πρώτης γυμνασίου μπροστά σε μια τιράντα από σουτιέν, κι όμως υπάρχει κάποιος στην τάξη (κάποιος λίγο διαφορετικός) που ντρέπεται όταν οι συμμαθητές του γελάνε με τέτοιες ανοησίες, για όνομα του θεού είναι απλώς ένα σουτιέν, και ρωτάνε κάτι, οτιδήποτε, για να σώσουν τη στιγμή.
Εκείνη τη μέρα δε φαινόταν καμία τιράντα, γιατί στην τάξη έκανε κρύο και φορούσα ακόμα το παλτό, και δεν είχα ιδέα γιατί το αγόρι από την πίσω πίσω σειρά μού έκανε αυτή την ερώτηση. Ίσως και να ήταν εύκολο να καταλάβω, αλλά δεν μπορούσα, το μυαλό μου κάπως είχε μουδιάσει, και ξαφνικά βρέθηκα –ένα κομμάτι μου βρέθηκε- σε ένα άλλο σχολείο, σε μία άλλη τάξη, πολλά χρόνια πριν, και κρύωνα πάλι και πήγα να βάλω το παλτό μου γιατί φαινόταν η τιράντα του καινούριο μου σουτιέν, που δεν ήθελα καθόλου να το φοράω και με έκοβε κιόλας, αλλά η μαμά μου έλεγε ότι έπρεπε, γιατί είχα πια στήθος γκαντάμμιτ -ποιος έχει στήθος στην Πέμπτη δημοτικού; και γιατί έπρεπε να συμβεί αυτό σε μένα;- άπλωσα το χέρι να πιάσω το παλτό αλλά συνειδητοποίησα ότι το φορούσα και βρέθηκα ξανά πολλά χρόνια μετά, σε μια τάξη όπου καθόμουν στην έδρα εγώ, πάνω, όχι πίσω της, και κρατούσα ένα βιβλίο με το όνομά μου απέξω και είκοσι παιδιά μπροστά μου περίμεναν να απαντήσω. “Εσείς πώς θα νιώθατε αν συναντούσατε τώρα κάποιο από τα παιδιά που σας έκανε bullying τότε, παλιά;”.
Τώρα, έχω δώσει μια υπόσχεση, ότι θα λέω πάντα αλήθεια στα παιδιά, δεν ξέρω πώς αλλιώς να τους μιλήσω, κι έτσι τους την είπα. Τους είπα ότι το μυαλό μου θα μούδιαζε, όπως τώρα που τα άκουσα να με ρωτάνε. Ότι θα ένιωθα ένα σφίξιμο στο στομάχι και θα ένιωθα όλο μου το σώμα να μαζεύεται, προσπαθώντας να γίνει μικρό, πολύ μικρό, όσο πιο μικρό γίνεται, γιατί τα πόδια μου, όσο κι αν ήθελαν να τρέξουν γρήγορα, ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να τρέξουν αρκετά γρήγορα. Εκείνοι θα έτρεχαν πιο γρήγορα, μόλις η δασκάλα έβγαινε από την τάξη, και θα με έπιαναν πάλι και θα άρχιζαν κλοτσιές και μπουνιές και το πιάσιμο/τράβηγμα από τα μαλλιά και το κεφάλι γκαπ γκαπ στον τοίχο, όχι μία φορά και όχι δύο. Γι’ αυτό θα προσπαθούσα να γίνω μικρή, πολύ μικρή, κι απ’ αυτή τη θέση της μέγιστης οικονομίας μεγέθους να χτυπήσω κι εγώ όπως μπορώ, με όση δύναμη μου έδινε ο θυμός μου. Γιατί είχα απέραντο θυμό, το είπα κι αυτό στα παιδιά, κι ας συνειδητοποιώ τώρα, πολλά χρόνια μετά (ίσως να το συνειδητοποιούσα και τότε, δεν ξέρω, καμιά φορά ήμουν ώριμη και καταλάβαινα, ήθελα να καταλάβω, και άλλες φορές ήθελα μόνο να μ’ αφήσουν στην ησυχία μου και να μη με χτυπάει κανείς) ότι δε χτυπούσαν εμένα, τα προβλήματά τους χτυπούσαν, γιατί σε άλλες ώρες της μέρας πονούσαν κι εκείνοι όσο κι εγώ.
“Τι θα κάνατε αν σας πλησίαζαν;”
Μου έχουν στείλει request στο Facebook, για το θύτη συνήθως είναι ασήμαντο αυτό που για το θύμα είναι φρικιαστικό.
“Αν τους βλέπατε στο δρόμο θα τους μιλούσατε;”
Όχι, θα προτιμούσα να μην τους μιλήσω.
“Θα τους ρωτούστε γιατί σας χτύπαγαν τότε;”
Όχι, ξέρω ήδη το γιατί που χρειάζεται.
“Θα θέλατε να σας πουν συγγνώμη γι’ αυτό που έκαναν;”
Όχι, θα ήθελα να πάρουν πίσω το φόβο.
Θα ήθελα να μου δώσουν τη σιγουριά που μου λείπει εδώ και εικοσιτρία χρόνια, ότι δε χρειάζεται να κάθομαι με έναν τοίχο πάντα πίσω μου όπου υπάρχει κόσμος, ότι κανείς δε θα πέσει πάνω μου στα καλά καθούμενα, για να μου κάνει κακό.
Θα ήθελα να βρουν ένα τρόπο να ξαναζήσω τα χρόνια του γυμνασίου και του λυκείου χωρίς την ακατανίκητη ανάγκη να το σκάσω την τελευταία ώρα και να εξαφανιστώ, πριν προλάβει ο καθηγητής να βγει από την τάξη, γιατί αν προλάβαινε να βγει, που ξέρεις ποιος θα είχε την ιδέα να σηκωθεί και…
Θα ήθελα να μου ξαναδώσουν πίσω τα πρωινά που φοβόμουν να φάω κανονικά ένα τοστ γιατί μπορεί να βάραινα και, αν χρειαζόταν, να μην κατάφερνα να τρέξω.
Τα κάνει αυτά μια συγγνώμη;
Στην πρώτη δημοτικού ήταν τα δύο κορίτσια: η μία ψηλή και γεμάτη από την άγρια χαρά που σου δίνει η ευκαιρία να δείξεις ότι είσαι καλύτερος, πιο δυνατός. Η άλλη, αβέβαιη, ήταν η πρώτη μου γνωριμία με αυτή την ομάδα των –πολλών- ανθρώπων που δε νιώθουν τραμπούκοι, νιώθουν όμως αρκετά φοβισμένοι –αναγκεμένοι- ώστε να μην τους εναντιωθούν. Οπότε λειτουργούν ως τέτοιοι. Μου έβγαζαν σε κάθε διάλειμμα τα γυαλιά και απειλούσαν να μου τα σπάσουν -σιγά το πράγμα θα μου πεις τώρα, και το ίδιο λέω κι εγώ, αλλά νιώθω πάλι το σφίξιμο στο στομάχι, αυτόν το φόβο που σου κόβει τα πόδια και σε κάνει να θέλεις να μην είσαι κανένας, πουθενά.
Κι ύστερα όλα κάπως θολά. Σχεδόν όλο το δημοτικό μία πλεξούδα από στρίμωγμα στη γωνία στο σχόλασμα, από «λεπρή», από χτυπήματα του κεφαλιού στον τοίχο, από «πουτάνα» και «πατσαβούρα», από κλοτσιές στα διαλείμματα, από τον τρόμο ότι αν μιλήσω θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα κι αν δε μιλήσω θα μείνουν τα ίδια.
Τα παιδιά με ρωτάνε γιατί είχα γίνει θύμα κι ύστερα εγώ τα ρωτάω γιατί κάποιος νιώθει τέτοια ανάγκη να επιτεθεί.
Μου λένε ότι η βία γεννάει βία, ότι συνήθως κάποιος νιώθει αδύναμος και θέλει έτσι να νιώσει δυνατός -αισθανομαι ευγνώμων για την ωριμότητα και τη διεισδυτικότητά τους.
Τους λέω ότι είχα ψωρίαση (ακόμα και οι φίλες μου σιχαίνονταν να μου πιάσουν το χέρι) και πρόωρη ανάπτυξη (σερβιέτα και σουτιέν πριν ακόμα φτάσουμε στις πρωτοβάθμιες εξισώσεις), ότι ήμουν ασυνήθιστα καλή μαθήτρια και ασυνήθιστα εσωστρεφής –φοβάμαι ότι δεν έχω τις γνώσεις ή την αυτογνωσία να τους εξηγήσω γιατί ακριβώς κάποιος γίνεται θύμα, μπορώ μόνο να τα ενθαρρύνω να βρουν το πολύτιμο μέσα στο διαφορετικό.
Με ρωτάνε τι σχέση είχε το bullying με την ανορεξία και περνάνε μήνες μέχρι να μπορέσω σιγά σιγά να τους δώσω μια απάντηση που νιώθω ότι είναι ολόκληρη και κάπως σωστή.
Για μένα, αρκετά χρόνια μετα, η ανορεξία έγινε (και) μία προσπάθεια να μικρύνω ακόμα περισσότερο, να κάνω κι άλλη οικονομία μεγέθους, να γίνω ακόμα πιο αθόρυβη/ανώδυνη/απαρατήρητη ώστε να κινδυνεύω λιγότερο –ή τουλάχιστον να μην πονάω τόσο πολύ. Δεν έγινα ανορεξική μόνο εξαιτίας του bullying, αλλά η ανορεξία ήταν η άμυνα μου απέναντι και σε αυτό.
Κι από την άλλη, σκέφτομαι, σκεφτείτε, κάποιος που νιώθει ότι από τα βασικά κομμάτια της ζωής του δεν ελέγχει και πολλά, εύλογα και φυσιολογικά θα προσπαθήσει να ελέγξει κάτι. Με τον τρόπο που ξέρει, ανάλογα με το ποιος είναι, πώς έχει μεγαλώσει, πώς ελέγχουν οι δικοί του τα δικά τους προβλήματα και λοιπά. Μπορεί να προσπαθήσει να ελέγξει τους άλλους ή τον εαυτό του, πάντα με τη βία και πάντα στα θεμελιώδη πρωταρχικά: στον πόνο και στην επιβίωση. Με επίθεση ή με στέρηση.
Κι αυτό, ενώ είναι ακόμα παιδί.
Πολυ ωραίο άρθρο.. και ποσο αληθινό. εγω περασα αντιστοιχα, απο το δημοτικο μεχρι και τελος λυκειου.. δε μιλησα τοτε, μαζεμενο και αδυνατο παιδι, γυαλια, σιδερακια, μικρη κοινωνια.. Δυστυχως δε καταφερα ουσιαστικα να το ξεπερασω.. στα 32 μου και ακομη αγωνιζομαι αλλα μαλλον τα παραταω… βοηθηστε με τα αρθρα σας παιδια γιατι φοβονται να μιλησουν και μενουν μια ζωη στο φοβο..
Το άρθρο σου με συγκίνησε, με πόνεσε και μου θύμισε δική μου ιστορία. Αλλά με μια μικρή διαφορά. Ψυχολογική βία, από την πλευρά του εκπαιδευτικού…
Και εξηγώ: Ήμουν πάντα μικροκαμωμένο κορίτσι και στο γυμνάσιο είχαμε επιλέξει με την καλύτερη μου φίλη να καθίσουμε στο τελευταίο θρανίο. Μια μέρα η καθηγήτρια παίρνοντας παρουσίες, έφτασε στο δικό μου όνομα και παρόλο που είχα δηλώσει “Παρούσα” με ταυτόχρονα σηκωμένο χέρι, προσποιήθηκε πως δεν με είδε. Είπε το όνομά μου άλλη μία φορά και ξανααπάντησα για να ακούσω την φράση: “Αν θέλεις να κάθεσαι στο τελευταίο θρανίο να τρως περισσότερο για να φαίνεσαι. Έλα ΤΩΡΑ εδώ μπροστά, στο πρώτο.” Ακολούθησαν γέλια, κοροϊδίες (τις οποίες δεν έκανε καμία προσπάθεια να σταματήσει, μάλιστα γελούσε και η ίδια με την σούπερ μαγκιά που έκανε εις βάρος μου), θολούρα, τα μάγουλα μου ένιωθα πως θα πάρουν φωτιά και μέσα σε όλα αυτά έπρεπε να μαζέψω τα βιβλία μου και να περπατήσω μπροστά σε όλους για να κάτσω στο πρώτο θρανίο της ντροπής… (Η συγκεκριμένη γυναίκα είχε τα ίδια σωματικά κυβικά με μένα)
Φυσικά δεν σταμάτησε εκεί. Τα σχόλια της για την εμφάνισή μου, μου έκαναν συχνά-πυκνά την τιμή (ενδεικτικά: “δεν μου αρέσουν τα σκουλαρίκια που φοράς, να τα φοράς εκτός σχολείου”) με αποκορύφωμα να με κακολογήσει και σε άλλο τμήμα χωρίς κανένα απολύτως λόγο. Απείχα πολύ από το “προκλητικό” παιδί και ήμουν πολύ σωστή στο σχολείο, στη συμπεριφορά και στα μαθήματά μου (και δεν ξέρω γιατί με δικαιολογώ…)
Την υπεράσπισή μου ανέλλαβε μια μέρα η μητέρα μου, ρωτώντας την αν υστερώ σαν μαθήτρια. Απάντησε πως ήμουν εξαιρετική και όταν η μητέρα μου της ζήτησε το λόγο για τη συμπεριφορά της, εκείνη ζήτησε συγγνώμη (όμως ποτέ σε μένα) και το θέμα μαζί της τελείωσε εκεί. Φυσικά όχι και με τους συμμαθητές μου αφού φρόντιζαν μετά από κάθε τελευταίο κουδούνι του φριχτού Γυμνασίου και “με την ευχή” της συγκεκριμένης γυναίκας, να αστειεύονται με τα κιλά μου σκουντώντας με, τραβώντας με από την τσάντα και “πετώντας” εξυπνάδες.
Ακόμα θυμάμαι με θυμό εκείνα τα χρόνια και ακόμα απορώ γιατί αυτή η γυναίκα επέλεξε να γίνει καθηγήτρια και να συναναστρέφεται παιδιά.
Πολύ καλό άρθρο! Κατ΄αρχήν, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, θα πρέπει να τονίσουμε τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον εκφοβισμό (bullying) και στο απλό πείραγμα. Έτσι, ενώ ο εκφοβισμός πραγματοποιείται από πρόθεση, συστηματικά και με σαφή στόχο να πληγώσει κάποιον – σωματικά, ψυχολογικά ή και τα δύο – , το απλό πείραγμα γίνεται συνήθως μεταξύ φίλων και δεν έχει πρόθεση να προκαλέσει πόνο. Επιπλέον, ο εκφοβισμός συνήθως χαρακτηρίζεται από ανισορροπία δυνάμεων μεταξύ των ατόμων που εμπλέκονται, αφού στόχος είναι ο θεωρούμενος ασθενέστερος.
Για την αντιμετώπιση του φαινομένου του εκφοβισμού απαιτείται η ενεργός συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων μερών, μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών, αλλά και διαφόρων φορέων, ώστε να υπάρξει σωστή ενημέρωση και συνεργασία, με στόχο την αποδοχή της διαφορετικότητας. Ας μη ξεχνάμε, εξάλλου, ότι περιστατικά εκφοβισμού και βίας είναι πολλές φορές αποτέλεσμα παρόμοιων καταστάσεων που βιώνουν τα παιδιά στο οικογενειακό τους περιβάλλον ή πλημμελούς εποπτείας από τους γονείς τους.