Τα δύο παιδιά της Φραντσέσκα παίζουν με τις κούτες που γεμίζουν το σαλόνι, το πρωινό της έξωσής τους από το –προσωρινό έτσι κι αλλιώς- διαμέρισμά τους. «Νομίζουν ότι πάμε σ’ ένα ωραίο καινούριο σπίτι. Δεν αντέχω να τους πω την αλήθεια, ότι δηλαδή πάμε να μείνουμε σε ξενώνα» λέει η Φραντσέσκα, η οποία είναι χωρισμένη και έγκυος στο τρίτο της μωρό.

Είναι μία από τις γυναίκες που απεικονίζονται, σκληρά και γλαφυρά, στο πρότζεκτ The Other Half, το οποίο έφτιαξαν και μου σύστησαν η Cinzia D’ Ambrosi, φωτορεπόρτερ, και η Neasa MacErlean, δημοσιογράφος, δύο βρετανίδες που θέλησαν να αναδείξουν το πρόβλημα των άστεγων γυναικών και τις επιπτώσεις του.

“Παραδοσιακά, στη Βρετανία, η ανεργία θεωρείται ανδρικό πρόβλημα –και ως τέτοιο αντιμετωπίζεται και από τους αρμόδιους” γράφει η Neasa. “Το δικό μας υλικό έχει στόχο να δείξει πόσο ευρέως διαδεδομένη και καταστροφική είναι η απουσία μόνιμης στέγης για τις γυναίκες και τα παιδιά τους”.


Η ιστορία της Λίντα

 

Η Λίντα είναι ανύπαντρη μητέρα μιας κόρης και έχει την αποκλειστική φροντίδα της ηλικιωμένης μητέρα της, που πάσχει από διαβήτη. Τα τελευταία εφτά χρόνια, η Λίντα, που κατάγεται από το Τρινιντάντ, ζούσε κατά κύριο λόγο στο μικρό διαμέρισμα του θείου της, ενώ περίμενε από τη Διεύθυνση Αλλοδαπών να βγάλει ετυμηγορία σχετικά με το αν έχει δικαίωμα να παραμείνει στη Βρετανία.

Η Λίντα είναι ανύπαντρη μητέρα μιας κόρης και έχει την αποκλειστική φροντίδα της ηλικιωμένης μητέρα της, που πάσχει από διαβήτη. Τα τελευταία εφτά χρόνια, η Λίντα, που κατάγεται από το Τρινιντάντ, ζούσε κατά κύριο λόγο στο μικρό διαμέρισμα του θείου της, ενώ περίμενε από τη Διεύθυνση Αλλοδαπών να βγάλει ετυμηγορία σχετικά με το αν έχει δικαίωμα να παραμείνει στη Βρετανία.

Το Νοέμβριο του 2014, η Λίντα λαμβάνει μια αγωγή έξωσης. Αλλά δεν έχει πού να πάει. “Δεν έχω λεφτά. Ξαφνικά σου πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι. Κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς, αλλά σου έρχεται η έξωση και μένεις μόνη σου να υπερασπιστείς τον εαυτό σου”. Η κόρη της Λίντα είναι γεννημένη στη Βρετανία και πηγαίνει στο σχολείο της γειτονιάς. Η έξωση της Λίντα είναι μία από τις 38.000 περίπου εξώσεις που γίνονται κάθε χρόνο στην Αγγλία και την Ουαλία.

Το Νοέμβριο του 2014, η Λίντα λαμβάνει μια αγωγή έξωσης. Αλλά δεν έχει πού να πάει. “Δεν έχω λεφτά. Ξαφνικά σου πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι. Κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς, αλλά σου έρχεται η έξωση και πρέπει μόνη σου να υπερασπιστείς τον εαυτό σου”. Η κόρη της Λίντα γεννήθηκε στη Βρετανία και πηγαίνει στο σχολείο της γειτονιάς. Η έξωση της Λίντα είναι μία από τις 38.000 περίπου εξώσεις που γίνονται κάθε χρόνο στην Αγγλία και την Ουαλία.

Η Λίντα, η μητέρα της και η κόρη της ζουν σε έναν ξενώνα, ενώ περιμένουν να διευθετηθεί το πρόβλημα με τη Διεύθυνση Αλλοδαπών. Μετά την έξωσή τους, αναγκάστηκαν να δώσουν όλα τους τα υπάρχοντα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, αφού δε θα είχαν χώρο να τα κρατήσουν. Σε αυτή τη φάση, μοναδική τους ελπίδα ήταν να αναλάβει την υπόθεσή τους κάποιο δικηγορικό γραφείο.

Η Λίντα, η μητέρα της και η κόρη της ζουν σε έναν ξενώνα, ενώ περιμένουν να διευθετηθεί το πρόβλημα με τη Διεύθυνση Αλλοδαπών. Μετά την έξωσή τους, αναγκάστηκαν να δώσουν όλα τους τα υπάρχοντα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, αφού δε θα είχαν χώρο να τα βάλουν. Σε αυτή τη φάση, μοναδική τους ελπίδα ήταν να αναλάβει την υπόθεσή τους κάποιο δικηγορικό γραφείο.


“Υπάρχει μια ζώνη του λυκόφωτος ανάμεσα στο να έχεις μια σταθερή στέγη και στο να κοιμάσαι στο δρόμο. Η ζώνη αυτή έχει γίνει πιο σκοτεινή τα τελευταία χρόνια –και στην Αγγλία όλο και περισσότερες γυναίκες παγιδεύονται σ’ αυτήν. Θελήσαμε να δείξουμε τις ζωές νέων μαμάδων και τις εμπειρίες τους από τις εξώσεις, τα αποτελέσματα του να ζει κανείς σε προσωρινά καταλύματα για χρόνια και τις συνέπειες για την ψυχική υγεία αυτών των γυναικών. Δεν είναι μόνο η μάχη που δίνουν για να κρατήσουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους, είναι και η μάχη που δίνουν για να μην υποκύψουν στις αγχώδεις διαταραχές και την κατάθλιψη. Από ειδικούς της Πρόνοιας ακούμε ξανά και ξανά ότι πολλές γυναίκες δεν έχουν καν συναίσθηση της κατάστασης που βιώνουν. Σου λένε ‘Μπορώ να το παλέψω, θα καταφέρω να ξεφύγω’. Αλλά τελικά ο τρόπος τους να αντιμετωπίσουν την κατάσταση είναι το να μην την κοιτάζουν κατάματα ποτέ”.

Πριν αρχίσω να γράφω αυτό το ποστ τους εξηγώ ότι στην Ελλάδα η ζώνη του λυκόφωτος είναι πιο φαρδιά –όχι επειδή είναι σπάνιο να ασχοληθεί επίσημα ένας δήμος με την, έστω προσωρινή στέγαση, μιας άπορης οικογένειας, αλλά επειδή η χώρα είναι πιο μικρή και τα οικογενειακά δίκτυα πιο ισχυρά, με αποτέλεσμα να απορροφούν ένα μεγάλο μέρος των ανέργων που αδυνατούν να συντηρήσουν μια δική τους, σταθερή στέγη.

Όμως υπάρχει και το στίγμα, κι έτσι εδώ όταν λέμε “άστεγος” συνήθως εννοούμε “στο δρόμο”.

“Τα τελευταία δύο χρόνια κάνω έρευνα γύρω από το θέμα των κρυφοαστέγων στη Βρετανία” μου λέει η Cinzia. “Είναι αυτοί οι άνθρωποι που λες, χωρίς σπίτι, οι οποίοι όμως δε θεωρούνται επισήμως άστεγοι, καθώς κοιμούνται σε καναπέδες φίλων, σε αυτοκίνητα ή σε προσωρινά καταλύμματα. Το πρόβλημα είναι τεράστιο και εντείνεται συνεχώς. Και αυτή η αίσθηση του “ξεκρέμαστου” άγγιξε κάτι μέσα μου. Με τον καιρό, δε, συνειδητοποίησα ότι ο αριθμός των γυναικών και των παιδιών που βρίσκονται σ’ αυτές τις συνθήκες όλο και μεγαλώνει. Και πρόκειται για την πιο ευάλωτη ομάδα απ’ όλες, γιατί η κατάστασή τους οφείλεται συνήθως σε κακοποίηση, χωρισμό, απομόνωση και φτώχεια”.


Η ιστορία της Σαμάνθα

 

Η Σαμάνθα, 35 χρονών και ανύπαντρη μητέρα τριών παιδιών, έλαβε την απόφαση της έξωσης από το διαμέρισμά τους και, τρεις μήνες αργότερα, μια προσφορά για ένα δωμάτιο εκτάκτου ανάγκης στο Μπέρμιγχαμ, 200 και βάλε χιλιόμετρα μακριά από εκεί που έμενε –και εργαζόταν part-time- ως τότε. Αρνήθηκε την προσφορά, προκειμένου να μη βγάλει τα παιδιά από το σχολείο τους και να μη χάσει την υποστήριξη της οικογένειας και των φίλων της.

Η Σαμάνθα, 35 χρονών και ανύπαντρη μητέρα τριών παιδιών, έλαβε την απόφαση της έξωσης από το διαμέρισμά τους και, τρεις μήνες αργότερα, μια προσφορά για ένα δωμάτιο έκτακτης ανάγκης στο Μπέρμιγχαμ, 200 και βάλε χιλιόμετρα μακριά από εκεί που έμενε –και εργαζόταν part-time- ως τότε. Αρνήθηκε την προσφορά, προκειμένου να μη βγάλει τα παιδιά από το σχολείο τους και να μη χάσει την υποστήριξη της οικογένειας και των φίλων της.

Η Σαμάνθα λέει ότι “δεν είχε άλλη επιλογή από το να φύγει τρέχοντας” από τα δύο δωμάτια που της παραχωρούσε η Κοινωνική Υπηρεσία του Νιούαμ, καθώς ήταν “πενταβρόμικα, σε σημείο που τα σεντόνια ήταν άπλυτα και λεκιασμένα και η ντουλάπα σπασμένη, με μούχλα παντού. Η κουζίνα, με ένα μόνο φούρνο, εξυπηρετούσε 23 οικογένειες. Δεν είχα ψυγείο, ούτε ντουλάπια, και ήταν κι αυτή θεοβρόμικη”.

Η Σαμάνθα λέει ότι “δεν είχε άλλη επιλογή από το να φύγει τρέχοντας” από τα δύο δωμάτια που της παραχωρούσε η Κοινωνική Υπηρεσία του Νιούαμ, καθώς ήταν “πενταβρόμικα, σε σημείο που τα σεντόνια ήταν άπλυτα και λεκιασμένα και η ντουλάπα σπασμένη, με μούχλα παντού. Η κουζίνα, με ένα μόνο φούρνο, εξυπηρετούσε 23 οικογένειες. Δεν είχα ψυγείο, ούτε ντουλάπια, και ήταν κι αυτή θεοβρόμικη”.

Αφού βρέθηκε να κοιμάται στο δρόμο, μαζί με το γιο της, βρέφος ακόμη, η Σαμάνθα ζήτησε βοήθεια από τη μητέρα της. Εκείνη και το μωρό κοιμόντουσαν στον καναπέ, ενώ οι μεγαλύτεροι γιοι της μοιράζονταν την κρεβατοκάμαρα με τη γιαγιά τους. Στο σημείο αυτό, οι επιδόσεις των παιδιών στο σχολείο άρχισαν να πέφτουν δραματικά και η ίδια να παρουσιάζει όλο και περισσότερα συμπτώματα κατάθλιψης. Της παραχωρήθηκε ένα διαμέρισμα, για μερικούς μήνες, στο οποίο μένει ακόμα μαζί με τους γιους της. Είναι μια ανάπαυλα για τη Σαμάνθα, που όμως ανησυχεί πάντα για τη στιγμή που θα χρειαστεί να ξαναρχίσει τη μάχη.

Αφού βρέθηκε να κοιμάται στο δρόμο, μαζί με το γιο της, βρέφος ακόμη, η Σαμάνθα ζήτησε βοήθεια από τη μητέρα της. Εκείνη και το μωρό κοιμόντουσαν στον καναπέ, ενώ οι μεγαλύτεροι γιοι της μοιράζονταν την κρεβατοκάμαρα με τη γιαγιά τους. Στο σημείο αυτό, οι επιδόσεις των παιδιών στο σχολείο άρχισαν να πέφτουν δραματικά και η ίδια να παρουσιάζει όλο και περισσότερα συμπτώματα κατάθλιψης. Της παραχωρήθηκε ένα διαμέρισμα, για μερικούς μήνες, στο οποίο μένει ακόμα μαζί με τους γιους της. Είναι μια ανάπαυλα για τη Σαμάνθα, που όμως ανησυχεί πάντα για τη στιγμή που θα χρειαστεί να ξαναρχίσει τη μάχη.


Η Cinzia και η Neasa μου επισημαίνουν ότι και στη Βρετανία το κομμάτι της κοινωνικής πρόνοιας για τη στέγαση γνωρίζει μεγάλο πλήγμα τα τελευταία χρόνια και ότι, κοινωνία και πολιτικές, απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από την ιδέα και την υλοποίηση αυτής της υποστήριξης. «Ζούμε την κατάρρευση του συστήματος πρόνοιας για τη στέγαση» γράφει η Cinzia.

Προφανώς οι λόγοι είναι τελείως διαφορετικοί από αυτούς που ευθύνονται για την κατάρρευση του συστήματος πρόνοιας γενικά στην Ελλάδα: η Βρετανία μπορεί να οδεύει προς ένα κοινωνικό μοντέλο αμερικανικού τύπου, ενώ η Ελλάδα απλώς δεν έχει λεφτά. Τα αποτελέσματα, ωστόσο, παραμένουν εξίσου ζοφερά.

Ρωτάω τη Neasa τι ήταν αυτό που την έκανε να νοιαστεί για το συγκεκριμένο θέμα, τόσο ώστε να αφιερώσει μήνες στο στήσιμό του και να σχεδιάζει τώρα, μαζί με τη Cinzia, ένα ταξίδι στην Ελλάδα, για την αντίστοιχη δουλειά.

“Αυτό που με έσπρωξε ν’ αρχίσω να γράφω για το θέμα των άστεγων γυναικών ήταν μια παρατήρηση του George Orwell” συμπληρώνει η Neasa. “Στο ‘Down and Out in Paris and London’, ο Όργουελ γράφει: ‘Ίσως φαντάζεται κανείς ότι ανάμεσα στους πάμπτωχους ανθρώπους, τα δύο φύλα θα εκπροσωπούνται ισότιμα, όσο και αλλού. Δεν είναι όμως έτσι. Μπορεί, μάλιστα, να πει κανείς ότι κάτω από ένα συγκεκριμένο επίπεδο, η κοινωνία αποτελείται αποκλειστικά από άντρες’. Τι σοκ θα πάθαινε αν ανακάλυπτε ότι τελικά οι γυναίκες θα κάλυπταν το χάσμα! Όμως οι άστεγες δεν αποτελούν “ωραίο” θέμα ή θέαμα. Είμαι εδώ και 25 χρόνια δημοσιογράφος και ξέρω ότι θέλει κότσια για να δημοσιεύσει ένας αρχισυντάκτης φωτογραφίες άστεγων γυναικών σε απόγνωση, που είναι τόσο ενοχλητικές για τον αναγνώστη. Αυτό σημαίνει ότι το ζήτημα παραμένει ως επί το πλείστον ακάλυπτο. Τις φωτογραφίες των σελέμπριτις τις χαζεύει πολύ πιο άνετα κανείς”.


Η ιστορία της Φρίντα

 

Η Φρίντα (δεν είναι το πραγματικό της όνομα) είναι μητέρα δύο παιδιών. Έμεινε άστεγη όταν η σχέση της διαλύθηκε, και η κοινωνική υπηρεσία του Μπρεντ της πρόσφερε ένα διαμέρισμα στο Νιούαμ, στην άλλη άκρη του Λονδίνου. Η λύση επρόκειτο να είναι προσωρινή, όμως η Φρίντα μένει ακόμα σ’ αυτό το διαμέρισμα, παρότι έχουν περάσει χρόνια από τότε.

Η Φρίντα (δεν είναι το πραγματικό της όνομα) είναι μητέρα δύο παιδιών. Έμεινε άστεγη όταν χώρισε, και η κοινωνική υπηρεσία του Μπρεντ της πρόσφερε ένα διαμέρισμα στο Νιούαμ, στην άλλη άκρη του Λονδίνου. Η λύση επρόκειτο να είναι προσωρινή, όμως η Φρίντα μένει ακόμα σ’ αυτό το διαμέρισμα, παρότι έχουν περάσει χρόνια από τότε.

Η Φρίντα προσπάθησε να μεταφερθεί ξανά πίσω στο Μπρεντ, επειδή εκεί βρίσκεται το δίκτυο και οι ρίζες της. Η ίδια πιστεύει ότι τα ψυχικά προβλήματα που αντιμετωπίζει αποτελούν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της παρατεταμένης απομόνωσης και της ανασφάλειας για τη στέγη τους. “Δεν τα βγάζω πέρα με τους λογαριασμούς. Αν αναγκαστείς να τα βγάλεις πέρα, θα τα βγάλεις, βέβαια. Έφαγα ότι υπήρχε στην κατάψυξη, γιατί δεν είχα δεκάρα στο όνομά μου. Δεν είχε δεκάρα για μια ολόκληρη εβδομάδα”.

Η Φρίντα προσπάθησε να μεταφερθεί ξανά πίσω στο Μπρεντ, επειδή εκεί βρίσκεται το δίκτυο και οι ρίζες της. Η ίδια πιστεύει ότι τα ψυχικά προβλήματα που αντιμετωπίζει αποτελούν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της παρατεταμένης απομόνωσης και της ανασφάλειας για τη στέγη τους. “Δεν τα βγάζω πέρα με τους λογαριασμούς. Αν αναγκαστείς να τα βγάλεις πέρα, θα τα βγάλεις, βέβαια. Έφαγα ότι υπήρχε στην κατάψυξη, γιατί δεν είχα δεκάρα στο όνομά μου. Δεν είχα δεκάρα για μια ολόκληρη εβδομάδα”.

“Με πιάνουν κρίσεις πανικού, Πολύ συχνά μένω κλεισμένη στο σπίτι για τρεις και τέσσερις μέρες συνεχώς. Δεν έχω υποστήριξη από κανέναν. Και πολλές φορές με πιάνει τέτοιο άγχος, που δεν μπορώ ούτε να πάω τα παιδιά στο σχολείο”.

“Με πιάνουν κρίσεις πανικού, Πολύ συχνά μένω κλεισμένη στο σπίτι για τρεις και τέσσερις μέρες συνεχώς. Δεν έχω υποστήριξη από κανέναν. Και πολλές φορές με πιάνει τέτοιο άγχος, που δεν μπορώ ούτε να πάω τα παιδιά στο σχολείο”.


Όλες οι φωτογραφίες του κειμένου είναι της Cinzia D’ Ambrosi.

 

Newsletter

Ενημερώσεις, αποκλειστικότητες, τέτοια.

Σ' ευχαριστώ για την εγγραφή, θα τα πούμε σύντομα!