Η Τατιάνα Αβέρωφ, συγγραφέας και δασκάλα και ψυχολόγος και απόφοιτος χορού και διευθύντρια της Πινακοθήκης Ε. Αβέρωφ στο Μέτσοβο, έχει στην αρχική σελίδα του site της το εξής quote του Φίλιπ Ροθ:

 Ανακατεύω προτάσεις. Αυτή είναι η ζωή μου. Γράφω μια πρόταση και μετά την ανακατεύω. Μετά την κοιτάζω και την ανακατεύω ξανά. Μετά  τρώω το μεσημεριανό μου. Μετά επιστρέφω και γράφω άλλη μια πρόταση. Μετά πίνω το τσάι μου και ανακατεύω την νέα πρόταση. Μετά διαβάζω τις δυο προτάσεις μαζί και ανακατεύω και τις δυο. Μετά ξαπλώνω στον καναπέ μου και σκέφτομαι. Μετά σηκώνομαι και τις πετάω στα άχρηστα και ξαναρχίζω απ’ την αρχή. Και αν ξεφύγω απ’ αυτή τη ρουτίνα έστω και μια μέρα, τρελαίνομαι από βαριεστιμάρα και μια αίσθηση κενού. … Και αναρωτιέμαι, Γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος από αυτόν για να γεμίζω τις ώρες μου;

Αυτό, νομίζω, θα μ’ έκανε να θέλω να της πάρω συνέντευξη ακόμα κι αν δεν είχα μόλις διαβάσει το τελευταίο της μυθιστόρημα, Δέκα ζωές σε μία, ακόμα κι αν δεν είχα την τεράστια περιέργεια να τη ρωτήσω: “Πώς γράφει κανείς ένα βιβλίο για τη ζωή του πατέρα του;”.

Τελικά, συζητήσαμε και για τα δύο.

EAT-οικογένεια 1958

Η οικογένεια Αβέρωφ το 1958.

 

Το Δέκα ζωές σε μία είναι ένα βιβλίο για τον πατέρα σας, η δική του ιστορία. Μπορεί πραγματικά ένας συγγραφέας να γράψει ειλικρινά και αντικειμενικά για τους γονείς του;

Ειλικρινά, ναι, βεβαίως και μπορεί να γράψει. Αντικειμενικά, όχι απόλυτα, αφού απόλυτη αντικειμενικότητα δεν υπάρχει, μπορεί όμως να την προσεγγίσει κανείς. Σ’ αυτό βοηθάει η απόσταση, που έρχεται και με τον θάνατο των γονιών μας. Χρειάζεται να έχεις απομακρυνθεί από αυτή τη σχέση που σε προσδιορίζει ανεάως ως «το παιδί». Γιατί είναι από τη φύση της μια ανισότιμη δυαδική σχέση. Ο γονιός παραμένει ένα χέρι βοήθειας πάντα, ένα χέρι καταπίεσης πάντα. Πρέπει λοιπόν να μπορείς να βγεις απ’ το ρόλο αυτό για να ανακαλύψεις τον γονιό σου ως άνθρωπο.

Έχετε σπουδάσει ψυχολογία και έχετε δουλέψει για αρκετά χρόνια ως ψυχολόγος. Αυτή σας η ιδιότητα πώς επιδρά στη συγγραφική;

Νομίζω πως σπούδασα ψυχολογία και φιλοσοφία από την ίδια βασική ανάγκη που με έσπρωξε και στο γράψιμο: να καταλαβαίνω πραγματικά τι γίνεται μέσα στον άλλον. Θυμάμαι στο γυμνάσιο, σηκωνόταν κάποιος στον πίνακα να πει μάθημα, ακόμα και συμμαθητές που ήταν κολλητοί μου φίλοι, και αισθανόμουν ξαφνικά ότι δεν τους ήξερα στην πραγματικότητα. Μ’ έπιανε μια λαχτάρα να ήμουν μια μύγα στο σπίτι τους, να δω ποιοι είναι, πώς ζουν, πώς συμπεριφέρονται. Αλλά ακόμα κι αυτό δε φτάνει. Η εξωτερική πραγματικότητα και η επιφάνεια αντικαθρεφτίζουν ελάχιστα αυτό που πραγματικά συμβαίνει στις ζωές μας. Ποτέ δεν καταλαβαίνουμε σε βάθος τον άλλον, ούτε καν τον εαυτό μας. Ίσως και μ’ αυτή την έννοια μ’ ενδιαφέρει η Ιστορία, για να καταλάβω τον άνθρωπο του τότε, γνωρίζοντας την εποχή του. Και νομίζω ότι αυτή μου η τάση είναι εμφανής στα βιβλία μου, ίσως και υπερβολικά καμιά φορά.

Θέλατε από μικρή να γίνετε συγγραφέας;

Ως ένα σημείο, κάθε 10 χρόνια περίπου στη ζωή μου άλλαζα επάγγελμα. Νομίζω όμως ότι η συγγραφή ήταν εκείνο που ήθελα από την αρχή, απλώς δεν το είχα καταλάβει. Όχι, λοιπόν, δεν το ήξερα από μικρή, ξεκίνησα αργά, μετά τα 40. Προϋπήρχε, βέβαια, η εμμονή μου με τη γλώσσα. Με ενοχλούσε, για παράδειγμα, η ασάφεια στο λόγο, η υπερβολική φλυαρία ή η μπερδεμένη έκφραση. Οι λέξεις έχουν λεπτές αποχρώσεις που καθορίζουν τα νοήματα και δημιουργούν συνειρμούς. Ακόμα και μια απλή επιστολή να έγραφα, μπορεί να παιδευόμουν ώρες για να εκφράσω με ακρίβεια αυτά που ήθελα.

Και πώς αρχίσατε να γράφετε;

Η πρώτη μου επαφή με τη μυθοπλασία ήταν μέσα από δύο θεατρικά εσωτερικής κατανάλωσης, σαν επιθεωρήσεις. Μετά άρχισα να γράφω κάτι διηγήματα, μπούρδες, τα πέταξα. Στα 40κάτι, προέκυψαν διάφορα στη ζωή μου και έτσι έγραψα ένα αυτοβιογραφικό έργο, λίγο λογοτεχνικό, που ξεκλείδωσε αρκετά πράγματα μέσα μου. Γνώρισα τότε τον Στρατή Χαβιαρά στο Μέτσοβο, ως συγγραφέα της διασποράς, σε ένα συμπόσιο με θέμα την Τέχνη και τον Ελληνισμό της Διασποράς. Τον είχα διαβάσει στα ελληνικά και όταν γνωριστήκαμε εκείνος μου έδωσε την αγγλική έκδοση του βιβλίου του –η οποία με γοήτευσε. Εκείνος μου ανέθεσε να κάνω τη μετάφραση του επόμενου βιβλίου του και αυτό λειτουργησε ως μάθημα για μένα, στη γραφή. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.

Είστε από τους συγγραφείς που γράφουν με ευκολία ή βασανίζεστε;

Η πρώτη μου γραφή είναι… κινέζικα. Γι’ αυτό και την περνάω από πολλά χέρια. Και αφήνω να περάσει λίγος χρόνος, γιατί για να προχωρήσω στα επόμενα πρέπει να καθίσει μέσα μου αυτό που έχω ήδη γράψει. Γενικά βασανίζομαι και μάλλον βασανίζω και τους άλλους. Όταν τελείωσα το πρώτο μου βιβλίο, ο γιος μου, που ήταν 8 χρονών τότε, μου είπε «Ετσι και ξαναγράψεις ποτέ άλλο βιβλίο θα σε…». Δεν έμαθα ποτέ τι θα έκανε, γιατί στο δεύτερο βιβλίο είχε μεγαλώσει και ήταν πανευτυχής που δεν ασχολιόμουν όλη μέρα μαζί του.

Γράφετε το πρωί ή το βράδυ; Στο χέρι ή στον υπολογιστή;

Το πρωί γράφω καλύτερα. Το βράδυ δε μου βγαίνει κάτι πολύ δημιουργικό. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να γράψω τα βιβλία που έγραψα αν είχα μια πρωινή, full-time δουλειά. Το μυθιστόρημα θέλει αφοσίωση και διάρκεια εμπλοκής με τους ήρωές σου. Και γράφω στον υπολογιστή, πάντα. Όταν βγήκαν, είπα «επιτέλους». Με τον τρόπο που δουλεύω, παιδεύοντας και ξαναπαιδεύοντας την κάθε πρόταση, ήταν βάσανο το να γράφω στο χέρι.

Το ίντερνετ πώς το χρησιμοποιείτε;

Στην έρευνα. Το ίντερνετ σου δίνει μια πολύ καλή πρώτη επαφή με τα στοιχεία, κι από κει μπορείς και πρέπει φυσικά να εμβαθύνεις.

16_1942STRATOPEDOFeramonti2

Στρατόπεδο Φεραμόντι, Camerata 18b – ο Ευάγγελος “Λόλης” Αβέρωφ, αιχμάλωτος των Ιταλών, καθιστός στο βάθος δεξιά (1942).

 

Στην επικοινωνία;

Ναι, αλλά όχι όπως βλέπω γενικά τον κόσμο γύρω μου να το χρησιμοποιεί. Μου αρέσει, για παράδειγμα, η προσωπική αλληλογραφία -όταν κάποιος μου στέλνει ομαδικό email δεν το διαβάζω καν. Και τη λογική των social media δεν την καταλαβαίνω. Η ζωή μου ήταν πάντα προσανατολισμένη προς το «κλείνουμε απ’ έξω αυτούς που δε θέλουμε» και το Facebook είναι μια ατελείωτη κοινωνικότητα, συχνά ανούσια. Παίζει επίσης ρόλο σε αυτό το ότι δεν θέλω και δεν μπορώ να έχω γνώμη για όλα. Πρέπει να κλειστώ στην τρύπα μου για να σχηματίσω μια άποψη και να την εκφράσω μετά από καιρό.

Πιστεύετε ότι εξαιτίας του ίντερνετ έχει αλλάξει το πόσο και το πώς διαβάζουμε;

Η ζωή μας γενικά έχει αλλάξει το πώς διαβάζουμε, δεν είναι μόνο το ίντερνετ. Τα βιβλία έχουν γίνει πιο γρήγορα σε ρυθμούς, δεν αντέχουμε, για παράδειγμα, πια τις ατελείωτες περιγραφές. Το ίντερνετ είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο, κι αν πάψουμε τελείως να διαβάζουμε δε θα φταίει αυτό αλλά η κοινωνία που αλλάζει. Κακή χρήση μπορείς να κάνεις στα πάντα.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς, τα αγαπημένα σας βιβλία;

Μ’ αρέσουν ο Τζον Μπάνβιλ, ο Τόμας Μπέρνχαρντ, η Βιρτζινια Γουλφ, ο Φίλιπ Ροθ, ο Ιαν Μακγιούαν -καμιά φορά αυτός. Και από παλιότερους συγγραφείς, ένα βιβλίο που ξεχωρίζω είναι η Άννα Καρένινα – ιδίως αν παραλείψει κανείς ορισμένα κομμάτια, όπως αυτά που περιγράφουν το πώς καλλιεργούσαν τότε.

Πώς ορίζεται ένα ιστορικό μυθιστόρημα; Από την πλευρά του συγγραφέα ή από την πλευρά του αναγνώστη; Ποιος είναι εκείνος που πρέπει να μην έχει ζήσει την εποχή εκείνη;

Ο ορισμός του ιστορικού μυθιστορήματος περιέχει την έννοια της απόστασης του συγγραφέα από την εποχή που περιγράφει. Δεν πρέπει δηλαδή να είναι η δική του εποχή, δεν γράφει ένα βιωματικό βιβλίο — αν και τα δύο δικά μου βιβλία, που θεωρώ ιστορικά μυθιστορήματα, έχουν στοιχεία βιωματικά. Ένας ορισμός, επίσης, λέει ότι το βιβλίο είναι ιστορικό αν χρειάζεται να κάνεις έρευνα για να περιγράψεις την εποχή. Όμως εγώ χρειάστηκε να κάνω έρευνα και για τον «Αύγουστο», παρότι αναφέρεται στην περίοδο του Πολυτεχνείου που την έχω ζήσει, γιατί αφενός δε θυμόμουν καλά όλα τα πράγματα, αφετέρου δεν είχα την ευρύτητα της εμπειρίας που ήταν απαραίτητη για να γράψω το βιβλίο. Γενικά δυσκολεύομαι να ορίσω τι είναι ιστορικό μυθιστόρημα, ίσως επειδή το προσεγγίζω και το αντιμετωπίζω με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι οι φανατικοί του ιστορικού μυθιστορήματος. Το πρώτο μου μυθιστόρημα το τοποθέτησα σε ιστορική εποχή γιατί μου φάνηκε πιο ταιριαστό για την ερωτική ιστορία που ήθελα να ζωντανέψω, αλλά και πιο εύκολο για μένα, γιατί θα μου έδινε το πλαίσιο της μυθοπλασίας – ίσως και την αυτοπεποίθηση που χρειαζόμουν για να γράψω ένα ολόκληρο μυθιστόρημα.

Τώρα διδάσκετε ιστορικό μυθιστόρημα.

Ναι, αλλά έχω ανάμικτα συναισθήματα απέναντι σ’ αυτή τη διαδικασία. Πιστεύω στη διδασκαλία της δημιουργικής γραφής γενικά, χωρίς προσδιορισμούς. Για μένα καταρχήν είναι το μυθιστόρημα. Οι υποδιαιρέσεις σε είδη δε με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα. Υπάρχουν μαθητευόμενοι που δίνουν πολύ μεγάλη έμφαση στην Ιστορία με κεφαλαίο, τους καίει η Ιστορία, κι αυτό γίνεται εις βάρος της ιστορίας με μικρό, που με καίει εμένα. Συμβαίνει συχνά αυτό και, αν δεν έχεις την αναγκαία εμπειρία στη συγγραφή, το να ρίξεις όλο το βάρος στην Ιστορία, θα σε οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε πατάτα μυθιστόρημα.

12_1933FOITHTHS LOZANH

Ο Λόλης φοιτητής στη Λωζάννη (1929).

 

Πώς διαχειρίζεστε, λοιπόν, το θέμα της ιστορικής ακρίβειας;

Η ιστορική ακρίβεια χρειάζεται όταν αναφέρεσαι σε ένα ιστορικό γεγονός ή πρόσωπο. Όταν αναφέρεσαι σε ένα μυθοπλαστικό γεγονός ή πρόσωπο, πρέπει να είσαι απλώς συνεπής στην εποχή και την ατμόσφαιρα, με μια γενικότερη έννοια. Για μένα πρώτα έρχεται ο άνθρωπος, ο χαρακτήρας. Όταν μπαίνεις στο πετσί του χαρακτήρα, μπαίνεις αναγκαστικά και στην εποχή του, δεν μπορείς να τον φανταστείς ξεκομμένο από αυτήν.

Η ιστορία, δηλαδή, καθοδηγεί την έρευνα ή το αντίστροφο;

Πρώτα έρχεται αυτό που θέλω να γράψω και μετά ακολουθεί η έρευνα. Το πρώτο μου μυθιστόρημα ήταν μια ερωτική ιστορία μεταξύ δυο νέων. Όταν έπρεπε να γράψω για το σχολείο που πήγαιναν αυτά τα παιδιά, έπρεπε να ψάξω να βρω πώς ήταν τότε τα σχολεία, κι όταν ήταν να γράψω για το ταξίδι που θα τους χώριζε, έπρεπε να μάθω για τις διαδρομές και για τον τρόπο που γίνονταν τότε οι μετακινήσεις. Βέβαια, μέσα από την έρευνα πολλές φορές ανακαλύπτεις καινούργια νήματα για τη μυθοπλασία.

Ποιος είναι ο δικός σας τρόπος να κάνετε έρευνα; Από πού ξεκινάτε;

Είναι σημαντικό για μένα να μιλάω με ανθρώπους. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που με αφυπνίζουν. Για παράδειγμα, στο Ξέφωτο, οι γερόντισσες του Μετσόβου μου ζωντάνεψαν τον παλαιότερο τρόπο ζωής, όπως τον παρέλαβαν από γενιά σε γενιά. Σε άλλο βιβλίο, το πάθος μιας φίλης μου αρχαιολόγου με μετέφερε στην εποχή του 5ο αιώνα και της ανέγερσης των κτιρίων της Ακρόπολης. Έτσι τα πράγματα παίρνουν μια διάσταση ανθρώπινη, πέρα από αυτά που διαβάζεις στα ιστορικά βιβλία. Βασίζομαι σ΄ αυτά, αλλά για να είμαι ειλικρινής, τα βαριέμαι λίγο. Πρέπει να βρεις τρόπο να ζωντανέψεις τα γεγονότα, να τα νιώσεις βίωμά σου, ακόμα κι αν δεν είναι. Επίσης, δε φτάνει το να ακούς ιστορίες ή να διαβάζεις βιβλία, πρέπει να βάζεις και σε τάξη αυτά που ακούς ή διαβάζεις. Για το Δέκα ζωές σε μία, είχα φτιάξει ατέλειωτες λίστες σημειώσεων και λεπτομερή δικά μου χρονολόγια, ένα ιστορικό κι ένα της ζωής του πατέρα μου, και δούλευα με βάση αυτά.

Τα οπτικά στοιχεία, ο χώρος, είναι σημαντικά;

Ναι, πολύ. Ο χώρος που διαδραματίζεται η ιστορία, αν μπορώ να τον επισκεφθώ, έχει μεγάλη σημασία. Πολλές φορές έχω σηκωθεί κι έχω πάει σε συγκεκριμένα μέρη για να γράψω κάτι. Για το Δέκα ζωές σε μία πήγα στο Νταβός, για παράδειγμα, όπου βρισκόταν το σανατόριο στο οποίο είχε νοσηλευτεί ο πατέρας μου στα 17 του, λόγω της φυματίωσης. Ή, όταν έγραφα την Ανοιχτή γραμμή, και έψαχνα να βρω ένα τέλος, αισθάνθηκα ότι αν πήγαινα στη Σαντορίνη θα με βοηθούσε. Και με βοήθησε. Όταν πηγαίνεις κάπου ψάχνοντας κάτι συνειδητά, το βρίσκεις. Και ο χώρος, η ατμόσφαιρα, είναι σημαντικά για μένα.

10_SATSALP_INES

Στο σανατόριο Schatzalp (1926 περ.).

 

Πώς διαλέγετε την εποχή για την οποία θα γράψετε;

Δεν τη διαλέγω εγώ, η εποχή με διαλέγει. Ίσως και το γεγονός ότι τα δύο κατεξοχήν ιστορικά μυθιστορήματα που έχω γράψει είχαν σχέση με την οικογένειά μου. Κι αυτό όριζε την εποχή, κατά κάποιον τρόπο. Η ανθρώπινη ιστορία, όπως ξαναείπα, παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο. Κατά καιρούς μου περνάει από το μυαλό να γράψω για την Αρχαία Ελλάδα, αλλά δε νομίζω ότι θα το κάνω ποτέ, γιατί συνειδητοποιώ ότι από την περίοδο εκείνη με ενδιαφέρει μόνο αυτό, η εποχή – δεν έχω κάποιο χαρακτήρα ή κάποιο θέμα στο μυαλό μου.

Όταν ετοιμάζετε ένα βιβλίο, πώς καταλαβαίνετε πότε σταματάει η έρευνα και ξεκινάει το γράψιμο;

Με την έρευνα είμαι ψυχαναγκαστική. Ο Χαβιαράς, ο καλός μου ο δάσκαλος, μου έλεγε πάντα «Δεν είσαι ιστορικός, είσαι συγγραφέας». Αλλά πάντα ψάχνω παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται, απλώς τελικά κρατάω μόνο ό,τι έχω ανάγκη. Άλλωστε συνήθως γράφω και κάνω έρευνα παράλληλα, όπως συνέβη και με το Δέκα ζωές σε μία.

Πόσο καιρό σας πήρε να το γράψετε;

Πεντέμισι χρόνια από τη στιγμή που ξεκίνησα να γράφω. Όμως πολύ νωρίτερα, από τότε που πέθανε ο πατέρας μου, είχα αρχίσει να παίρνω συνεντεύξεις από ανθρώπους που τον γνώριζαν. Ήξερα ότι ίσως κάποτε θα χρησιμοποιούσα αυτό το υλικό. Πέρασαν αρκετά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων είχα την ιδέα, ήξερα ότι ήθελα να γράψω, αλλά δεν μπορούσα να βρω την αφηγηματική μου φωνή για το συγκεκριμένο βιβλίο. Γράφτηκα σε ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής, μικρής φόρμας, με στόχο συνειδητό να βρω την αρχή του βιβλίου. Εκεί, έγραψα επιτέλους τον πρόλογο, και αυτό μου έδωσε την ώθηση που χρειαζόμουν. Κάθε βιβλίο όμως μού παίρνει περισσότερο χρόνο απ’ το προηγούμενο. Δεν ξέρω αν γίνομαι όλο και πιο τελειομανής ή αν φταίει και το ότι αυτό το βιβλίο αφορούσε πολύ βαθιά την οικογένειά μου.

19_1947NTINA NYFH

Το ζεύγος Ντίνα Λυκιαρδοπούλου – Ευάγγελος Αβέρωφ (Λονδίνο, 5 Νοεμβρίου 1947).

 

Σας συμβαίνει να θέλετε να μεταφέρετε σκέψεις ή βιώματά σας σε ήρωές σας που έχουν ζήσει στο παρελθόν; Πώς τα προσαρμόζετε;

Είναι πολλά τα δικά μας βιώματα που μπορούν να μεταφερθούν σε άλλες εποχές και να παρουσιαστούν ως βιώματα των ηρώων. Φυσικά είναι πιο εύκολο να γίνει αυτό στα βιβλία που η πλοκή τους διαδραματίζεται στη σύγχρονη εποχή, γιατί οι συνήθειες και οι απόψεις αλλάζουν και πρέπει να είσαι πιστός στην εποχή που περιγράφεις. Όμως ο πυρήνας των ανθρώπων δεν αλλάζει ουσιαστικά κι εμένα μ’ ενδιαφέρει ο πυρήνας. Τα υπόλοιπα είναι απλά επεισόδια. Βέβαια, η χρήση του βιωματικού υλικού χρειάζεται προσοχή και τέχνη. Για παράδειγμα, στο πρώτο μου βιβλίο, το Ξέφωτο, σκεφτόμουν συνέχεια τι θα έκανα εγώ στη θέση της ηρωίδας, από το δεύτερο βιβλίο και μετά άρχισα να γίνομαι η ηρωίδα.

Το ότι έχετε γράψει ιστορικά μυθιστορήματα έχει αλλάξει τη σχέση σας με την Ελλάδα;

Η σχέση μου με την Ελλάδα είναι λίγο περίπλοκη. Η πρώτη μου γλώσσα ήταν τα Αγγλικά, γιατί η μητέρα μου είχε μεγαλώσει στην Αγγλία. Εγώ βέβαια μεγάλωσα εδώ και πήγα σε ελληνικό σχολείο, αλλά μέχρι την εφηβεία μου, πέρα από τα σχολικά βιβλία, διάβαζα μόνο στα αγγλικά. Σήμερα, παρότι έχω μέσα μου έντονο το ελληνικό στοιχείο, δεν αισθάνομαι απόλυτα ταυτισμένη με αυτό. Έχω την ψυχολογία του έλληνα της διασποράς. Σαν συγγραφέας τώρα, όταν βλέπεις, μέσα από την έρευνα, να επαναλαμβάνονται στη χώρα τα ίδια μοτίβα, από πριν καν γίνει κράτος, φυσικά και επηρεάζεσαι. Στην αρχή ήταν έκπληξη. Μετά έγινε απαισιοδοξία. Του τύπου «Μια ζωή ήμασταν τα ίδια, τώρα θ’ αλλάξουμε;».

15_Ferramonti1

Στρατόπεδο Φεραμόντι (1942).

 

Πώς και δεν έχετε γράψει κάτι στα αγγλικά;

Τον Αύγουστο (που είναι το δεύτερο μυθιστόρημά μου, αλλά άρχισε να γράφεται πριν τελειώσει το πρώτο) τον ξεκίνησα σε ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής που παρακολουθούσα τότε, στην Αμερική, κι έτσι έγραψα το 1/3 του περίπου στα αγγλικά. Όταν το ξανάπιασα, έχοντας πια επιστρέψει στην Ελλάδα, προβληματιζόμουν αν θα το συνεχίσω στα αγγλικά. Ήμουν όμως πια εδώ και αποφάσισα ότι έπρεπε να το γράψω στα ελληνικά, κι έτσι άρχισα να το μεταφράζω. Αυτό που δεν περίμενα ήταν ότι η διαδικασία της μετάφρασης θα άλλαζε την ηρωίδα μου. Η Έλλη στα ελληνικά ήταν πιο αλλοπρόσαλλη, πιο εκρηκτική, ενώ η Έλλη στα αγγλικά ήταν πολύ πιο «στεγνή» μέσα στην κατάστασή της. Η ιστορία, η εθνικότητά της ήταν ίδια, τη μετάφραση την έκανα εγώ, όμως ήταν η ίδια η γλώσσα που, αλλάζοντας, βγάζει άλλα πράγματα.

Έχετε δει να συμβαίνει αυτό και με άλλους συγγραφείς;

Ναι, φυσικά. Του Ντοστογιέφσκι, για παράδειγμα, αλλάζουν πολύ οι ήρωες. Τον διαβάζεις στα αγγλικά και λες «γιατί χτυπιούνται τώρα αυτοί;» Στα ελληνικά όμως περνάει καλύτερα στο πετσί σου η ρωσική κουλτούρα και τα πάθη των ηρώων. Ο αγγλόφωνος Στρατής Χαβιαράς, επίσης, με τον ελληνόφωνο Στρατή Χαβιαρά είναι δύο διαφορετικοί συγγραφείς. Το ίδιο κείμενο βγαίνει πιο ποιητικό και ατμοσφαιρικό στα αγγλικά, ενώ στα ελληνικά κυριαρχεί πιο αμεσολάβητα το συναίσθημα, η οργή, ο πόνος.

Πόσο εύκολο είναι για ένα συγγραφέα να αφήσει απέξω την προσωπική του ιδεολογία, ειδικά όταν γράφει για πολιτικά φορτισμένες εποχές; Ή, μάλλον, πόσο ρεαλιστικό είναι να πιστεύει κανείς ότι μπορεί;

Εύκολο δεν είναι, αλλά πιστεύω ότι μπορεί. Όχι φυσικά να πετύχει την απόλυτη αντικειμενικότητα, αφού ο συγγραφέας παραμένει πάντα ο φορέας και εκφραστής της αφήγησής του. Μπορεί όμως να αφήσει τους ήρωές του να τον καθοδηγήσουν. Αν για παράδειγμα έχεις επιλέξει πολιτικά αντίθετους από σένα ήρωες, γράφοντας γι’ αυτούς υποχρεωτικά θα μπεις στα παπούτσια τους. Αν ταυτιστείς με τον άνθρωπο, κατανοείς τη θέση του, νιώθεις την πλευρά του. Ο άνθρωπος δεν είναι ιδεολογία. Το θέμα, δηλαδή, είναι να προσπαθήσεις έντιμα να καταλάβεις την πραγματικότητα των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Φυσικά όλα αυτά ισχύουν όταν δεν υπάρχει ατζέντα από την πλευρά του συγγραφέα.

Αν υπάρχει;

Τότε, τίποτα. Απεχθάνομαι την έννοια της προπαγάνδας. Δεν ξεκινάς να γράφεις για να περάσεις κάτι στους αναγνώστες σου. Ξεκινάς για να καταλάβεις κάτι εσύ. Αν το ξέρεις ήδη, καλύτερα να μην το γράψεις.


Αυτή η συνέντευξη είναι η τρίτη μιας σειράς από συζητήσεις που κάνω με γυναίκες συγγραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων. Λίγο (τρόπος του λέγειν) πριν ξεκινήσω τη δική μου βουτιά στο παρελθόν, ένιωσα την ανάγκη να ακούσω όσο το δυνατόν περισσότερα από συγγραφείς που έχουν ήδη κάνει ένα (τουλάχιστον) τέτοιο επιτυχημένο ταξίδι και έζησαν για να το διηγηθούν. Μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξη της Αθηνάς Κακούρη εδώ και της Βικτόρια Χισλοπ εδώ.

 

Newsletter

Ενημερώσεις, αποκλειστικότητες, τέτοια.

Σ' ευχαριστώ για την εγγραφή, θα τα πούμε σύντομα!