Η Αθηνά Κακούρη δεν είναι μία συνηθισμένη συγγραφέας. Δεν μπορεί να είναι συνηθισμένη μία γυναίκα 86 ετών που απαντάει αμέσως στα emails σου με υπέροχα δικά της, σε πολυτονικό, και που μπορεί, με τον ίδιο ζήλο και επιτυχία, να διαχειρίζεται τις προκλήσεις του αστυνομικού και του ιστορικού μυθιστορήματος, στήνοντας ιστορίες σαν πίνακες του Ντεγκά και πλοκές που σε κρατάνε ξύπνιο τα βράδια –αν μη τι άλλο, να σκέφτεσαι «μα πώς το κάνει;». Να πώς το κάνει, λοιπόν, τη ρώτησα.
Πώς μάθατε να γράφετε, κυρία Κακούρη;
Δεν ξέρω αν η συγγραφή διδάσκεται. Άσε που εγώ δεν είχα και το χρονικό περιθώριο, γιατί άρχισα να γράφω αργά. Από την άλλη, αυτό με βοήθησε γιατί είχα διαβάσει περισσότερα, είχα και τα βιώματα μιας άλλης εποχής. Μόνο που είχα και ορισμένα στάνταρντς, ορισμένες απαιτήσεις, που δεν είναι οι μοντέρνες. Τα πρότυπά μου ήταν τα μεγάλα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Το πώς γράφει η Τζέιν Ώστεν, αυτό ήταν το πρότυπό μου. Αυτό είναι που μας λείπει, αυτή η απεικόνιση του παρελθόντος. Σε πολλά σύγχρονα μυθιστορήματα δεν υπάρχουν σκηνές κι έτσι χτίζεται πιο εύκολα η πλοκή. Όταν όμως θέλεις η δράση να προχωρήσει με σκηνές, δημιουργείται η ανάγκη να έχεις μια στέρεη πλοκή, η οποία να μην είναι εμφανής εξαρχής. Αυτή φτάνεις να τη χτίζεις μόνο με την πείρα. Και πάντα προσπαθώ να γράψω κάτι που δε με κάνει να βαριέμαι. Η θητεία μου στο αστυνομικό μυθιστόρημα μου έχει μάθει ότι δεν έχεις δικαίωμα να αφήσεις τον αναγνώστη να βαρεθεί.
Και πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το ιστορικό μυθιστόρημα;
Ο καθηγητής Άλκης Αγγέλου με έστρεψε προς τα εκεί. Μου πρότεινε «Γιατί δεν δοκιμάζετε να γράψετε για την εποχή του Διαφωτισμού;». Του είπα «Μα εγώ δεν ξέρω τίποτα για το Διαφωτισμό » και μου απάντησε «Ανάγνωση δεν ξέρετε, κυρία Κακούρη;». Άρχισα, λοιπόν, να διαβάζω. Αν μια εποχή δεν την έχεις ζήσει, πρέπει να ψάξεις να τη μάθεις. Πρέπει να διαβάσεις Iστορία. Να διαβάσεις εφημερίδες της εποχής. Όλων των πλευρών. Όταν έγραφα για τα Λαυρεωτικά, για παράδειγμα, στο Χαρταετό, μου φάνηκε πολύ χρήσιμη η εφημερίδα Αιών, που παραθέτει και τον αντίλογο. Όταν κάποια στιγμή έψαχνα να βρω τη συζήτηση που γινόταν το ’15-17 μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών, είχα πρόβλημα γιατί δεν μπορούσα να βρω την Πατρίδα ώστε να διαβάσω και τη βενιζελική πλευρά. Κι έπρεπε να ξέρω ποιος ήταν ο αντίλογός τους. Φυσικά υπάρχουν πολλών λογιών συγγραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων -άλλος κάνει σύγχρονη πολιτική μεταχειριζόμενος στοιχεία του παρελθόντος, άλλος κάνει μυθιστορηματικές βιογραφίες, άλλος ασχολείται με τα πολύ μεγαλα γεγονότα. Αυτό που εγώ, στην αρχή τυχαία και ύστερα πιο συνειδητά, προσπάθησα να κάνω είναι να πάρω μαζί μου τον σημερινό Ρωμιό στην εποχή της γιαγιάς ή της προγιαγιάς του.
Γιατί το θεωρείτε σημαντικό αυτό;
Γιατί εκεί, ως Έλληνες, έχουμε μια μεγάλη αδυναμία. Οι μεγάλες χώρες, η Αγγλία, η Γαλλία, εκτός από τα βιβλία της ιστορίας που μπορεί να διαβάσει ο καθένας, έχουν και μυθιστορήματα της περασμένης εποχής, απ’ όπου οι άνθρωποι μπορούν να βγάλουν τα συμπεράσματά τους. Έχουμε κι εμείς τέτοια, από το 19ο αιώνα, αλλά δεν είναι μυθιστορήματα που μπορούν να διαβαστούν και σήμερα. Επίσης εκείνοι έχουν και την τηλεόραση και τις ταινίες τους, στις οποίες με πολύ μεγάλη αγάπη αναπαριστούν μέχρι και το μανικετόκουμπο του τότε.
Προσπαθώντας να το κάνω αυτό, λοιπόν, θέλω να είμαι γνησία.
Πώς το εννοείτε αυτό;
Πρέπει να έχω καταλάβει πρώτα εγώ πώς ήταν τότε οι άνθρωποι, πώς μιλούσαν, πώς ήταν τα σπίτια τους, τα παπούτσια τους. Βέβαια, λόγω της ηλικίας μου, μπορώ να τα προσεγγίσω σχετικά εύκολα όλα αυτά, γιατί πολλές από τις συγκεκριμένες δομές ίσχυαν από παλιά όπως τις θυμάμαι εγώ από τη δεκαετία του ’50. Το πώς ζούσε μια εκτεταμένη οικογένεια, για παράδειγμα, ποιες ήταν οι σχέσεις μεταξύ των συγγενών, η κοινωνική ζωή τους. Τα πράγματα δεν είχαν αλλάξει δραματικά στην αστική τάξη, την οποία ξέρω και περιγράφω. Οπότε μερικά πράγματα τα είχα έτοιμα. Έπρεπε όμως να διαβάσω για να καταλάβω τα ιστορικά γεγονότα και να καταλάβω τι σήμαιναν για την εποχή.
Ποιες εποχές τράβηξαν το ενδιαφέρον σας;
Έχω διαλέξει εποχές κρίσιμες. Η πρώτη εποχή που με απασχόλησε ήταν λίγο πριν από την Επανάσταση, το τέλος της τουρκοκρατίας, το τέλος του 18ου αιώνα. Ήμουν άπειρη ακόμη, είχα μαζέψει και πολύ υλικό, δεν ήξερα πώς να το πλάσω όλο σε μία φρατζόλα, κι έτσι έπλασα δύο. Η επόμενη ήταν πιο κοντινή σε μας, ήταν το σταφιδικό ζήτημα, μια εποχή κρίσης οικονομικής για την Ελλάδα.
Γιατί το σταφιδικό;
Γιατί μου άρεσε. Η Πάτρα, στην οποία διαδραματίζονται τα Πριμαρόλια, ήταν η πόλη στην οποία είχα μεγαλώσει, είχα πολύ ζωηρή την εικόνα της, ήξερα ακόμα οικογένειες σταφιδεμπόρων, μπορούσα να πάρω κουβέντες, ήξερα τον τρόπο ζωής τους. Το οικονομικό μέρος προσπάθησα να το μελετήσω όσο καλύτερα μπορούσα. Αφενός για να καταλάβω τι ακριβώς είχε συμβεί αφετέρου για να καταλάβω πώς το προσελάμβαναν τότε οι άνθρωποι, που επικεντρώνονταν οι ανησυχίες τους. Και μετά, περίπου αυτομάτως, με το Χαρταετό, πήγα σε μια άλλη οικονομική κρίση που ξέσπασε στην πολιτική ζωή, στα Λαυρεωτικά, 50 χρόνια από τη σύσταση της ελληνικής δημοκρατίας. Αυτή ήταν μια περίπτωση χαρακτηριστικής χοντροπετσιάς και απόλυτης αδιαφορίας των πολιτικών, που προκειμένου να ρίξουν μία κυβέρνηση δεν τους ενδιαφέρει πόσες βλακείες λένε.
Και βλέπει κανείς ότι τέτοια πράγματα επαναλαμβάνονται συνέχεια. Αλλά αυτό το κατάλαβα πολύ αργότερα. Τότε έλεγα «μα πώς»;
Εκτός από εφημερίδες και ιστορικά βιβλία, τι άλλο διαβάζετε;
Χρειάζεται να διαβάσει κανείς λογοτεχνία που γράφτηκε εκείνη την εποχή, γιατί εκεί μέσα καθρεφτίζονται πολλά πράγματα, το πώς μιλούσαν τότε οι άνθρωποι, για παράδειγμα. Η γλώσσα, το τι τόνους δίνει στα πράγματα που λέγονται, έχει μεγάλη σημασία. Εμείς, ας πούμε, μιλάμε συχνά στον ενικό μεταξύ μας, περάσαμε όμως δύο αιώνες στη διάρκεια των οποίων μεταχειρίζόμασταν πολύ τον πληθυντικό -οι δε επτανήσιοι μεταχειρίζονταν το τρίτο πρόσωπο πολλές φορές. Δεν μπορείς, λοιπόν, να έχεις μία γυναίκα να μιλάει όπως μιλάει μια σημερινή νεαρή γυναίκα. Ή το άλλο: η κυρία θα μιλήσει στην καμαριέρα της στον ενικό, η καμαριέρα θα της απαντήσει στον πληθυντικό. Αν δεν τα ξέρεις αυτά από μόνος σου, θα πρέπει να τα αντιγράψεις από τους συγγραφείς της εποχής. Ο Δροσίνης, για παράδειγμα, έχει γράψει το Σκόρπια φύλλα της ζωής μου, ένα είδος ημερολογίου που καλύπτει την περίοδο 1880-1930 και δίνει πρόσβαση σε πολλά στοιχεία της καθημερινότητας.
Αρκούν τα πράγματα που έχεις διαβάσει έτσι κι αλλιώς στο παρελθόν;
Όχι. Πρέπει να καθίσεις υπομονετικά, να διαβάζεις, να ακούς και να καταγράφεις. Ένα πράγμα που κατάλαβα είναι ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι τη μνήμη σου. Εγώ διάβαζα τους περιηγητάς για την έρευνά μου και μετά, όταν έπρεπε να γράψω πόσες ώρες θέλει ο άλλος για να πάει από την Πάτρα στο Αίγιο με το άλογο, δε θυμόμουν, κι έπρεπε να ξαναγυρίσω για να το βρω.
Η ιστορία σου είναι αυτή που σε οδηγεί στην έρευνα ή η έρευνα στην ιστορία;
Νομίζω ότι τις περισσότερες φορές από την έρευνα βγαίνει η ιστορία. Δεν μπορείς να βρεις την ιστορία αν δεν έχεις καλή γνώση των πραγμάτων που συνέβησαν. Αν διαβάζεις προσεκτικά, προσπαθώντας να μπεις στην εποχή που μελετάς, αυτό θα σε βοηθήσει και στην πλοκή. Μπορεί να δεις, για παράδειγμα, ένα ιστορικό πρόσωπο και θα θελήσεις να το βάλεις μέσα στην πλοκή. Βοηθάει η έρευνα. Όχι μόνο να τα γράψεις σωστά, σε βοηθάει και να στήσεις την ιστορία. Καμιά φορά γράφεις και μια σκηνή βασισμένη σε κάτι ζωηρό που διαβάζεις.
Προσπαθείτε συνειδητά να εξαγάγετε αναλογίες και διδάγματα από την αντιπαραβολή μιας ιστορικής περιόδου με το παρόν;
Εγώ ξεκινάω ως ξεναγός, λέω στον αναγνώστη μου «έλα να σου δείξω». Φυσικά μερικά πράγματα είναι τρομακτικά στην επαναληπτικότητά τους, αλλά δεν ξεκινάω έτσι, νομίζω πως είναι επικίνδυνο. Πολλές φορές, τα συμπεράσματα βγαίνουν από μόνα τους. Στα Πριμαρόλια, για παράδειγμα, οι χωριάτες πήραν ξαφνικά πολλά λεφτά στα χέρια τους και τα έκαιγαν. Την ίδια εποχή που τα έγραφα αυτά, εδώ πήγαιναν στα μπουζούκια και άναβαν το τσιγάρο με το πεντοχίλιαρο. Αλλά δεν ξεκίνησα με την πρόθεση να αναδείξω αυτό το στοιχείο.
Πιστεύετε ότι ο συγγραφέας μπορεί ν’ αφήσει την ιδεολογία του έξω από την ιστορία του και από την ενσωμάτωση της Ιστορίας;
Όλα τα πνευματικά και τα ιδεολογικά ζητήματα θέλουν προσοχή γιατί είναι φυσική τάση μας να πιστεύουμε ότι ο τρόπος που κρίνουμε σήμερα είναι ο τρόπος που έκριναν τότε οι άνθρωποι τα πράγματα. Κατ’ εμέ, ο συγγραφέας αυθαιρετεί και βλάπτει αν δεν εγκαταλείψει όλα τα σημερινά του κριτήρια για να μπει στα κριτήρια της εποχής εκείνης. Στην εποχή του Διχασμού, για παράδειγμα, μπορεί να περιγράφεις πώς επιχειρηματολογεί κάποιος ανάμεσα σε άλλους δύο που συγκρούονται. Το να τον βάλεις να μιλάει με τη φωνή της λογικής, σαν να ήταν αυτή η επικρατούσα αντίληψη τότε, θα ήταν λάθος. Ήταν η εποχή που τύφλωναν τα μίση. Και πρέπει να μπεις και να το περιγράψεις αυτό. Ναι, πιστεύω ότι ως συγγραφείς μπορούμε να βγάλουμε σπό τη μέση την προσωπική μας ιδεολογία. Πρέπει να βλέπουμε πώς εκινήθησαν τα πράγματα για να δημιουργηθούν οι επαναστάσεις και οι συγκρούσεις. Δε με νοιάζει αν συμπαθεις τους βασιλιάδες, κάτσε να δεις τι ακριβώς έκανε ο Όθωνας, ψάξε. Αλλιώς κάνεις προπαγάνδα.
Οι οπτικές εικόνες σας βοηθάνε στην έρευνα;
Πολύ. Οι φωτογραφίες βοηθούν στην προσπάθεια να ανασυστήσεις γύρω σου το περιβάλλον της ιστορίας σου όπως ήταν. Για την Πάτρα έκατσα και έφτιαξα την πόλη του 1890 πάνω σ’ έναν παλιό χάρτη: έβαλα τα πάντα, το δημαρχείο, τα σπίτια, το τηλεγραφείο, να ξέρω πώς πήγαινε ο καθένας από το ένα σημείο στο άλλο και τι έβλεπε στη διαδρομή. Στις φωτογραφίες βλέπεις και πράγματα που είναι δύσκολο να τα συνειδητοποιήσεις διαφορετικά. Όταν έγραφα το Χαρταετό, μου ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβω ότι, αν στεκόταν κάποιος στο Σύνταγμα εκείνη την εποχή και έστριβε προς το Φάληρο, έβλεπε… το Φάληρο. Και τις χρειάζεσαι αυτές τις λεπτομέρειες, είναι το σκηνικό, η σκηνογραφία σου. Χρειάζεσαι χάρτες, χρειάζεται να δεις όσα από τα δημόσια κτίρια σώζονται ακόμα, αλλιώς δεν μπορείς να το ξαναφέρεις στο παρόν. Και δεν είναι μόνο τα οπτικά στοιχεία. Όταν περιγράφεις το λόγο που έβγαλε ο Βαλαωρίτης στο Σύνταγμα, χωρίς ντουντούκα, πρέπει να φανταστείς την ησυχία που επικρατούσε τότε στην Αθήνα, που επέτρεψε να ακουστεί η φωνή αυτού του ανθρώπου μέσα σε τόσο κόσμο.
Χρησιμοποιείτε το ίντερνετ;
Το χρησιμοποιώ ελάχιστα στην έρευνα, παρότι το χρησιμοποιώ πολύ για να επικοινωνώ. Είναι ξώφαλτσα πράγματα αυτά που βρίσκεις, εκτός αν ξέρεις ήδη πάρα πολλά γιατο θέμα σου και ψάχνεις κάτι ειδικό. Αλλά δεν έχω κάνει ποτέ εκεί τη βασική μου έρευνα και δε νομίζω ότι θα μπορούσα. Για τα πράγματα που μ’ ενδιαφέρουν εμένα, η Γεννάδιος Βιβλιοθήκη είναι πολύ πιο πλούσια. Από την άλλη, είναι πολύ χρήσιμο πράγμα το ίντερνετ, φτάνει να μην ξεγνοιάσεις. Στην εγκυκλοπαίδεις ξερεις ποιος έχει γράψει το λήμμα που διαβάζεις, στο ίντερνετ δεν ξέρεις στην πραγματικότητα ποτέ.
Πόσο εύκολο είναι να καταλάβει κανείς πότε έχει έρθει η στιγμή να σταματήσει την έρευνα και ν’ αρχίσει να γράφει;
Καθόλου. Εγώ βρίσκω τη φάση της έρευνας την πιο διασκεδαστική, με παρασύρει η περιέργεια. Και νομίζω ότι λίγο πολύ όλοι θέλουμε να αποφύγουμε τη στιγμή που πρέπει να ξεκινήσουμε το γράψιμο –απλώς κάποια στιγμή καταλαβαίνουμε ότι η ανάγκη για έρευνα έχει καλυφθεί και «τώρα απλώς διασκεδάζω». Φυσικά συνεχίζεις την έρευνα και αφού ξεκινήσεις το γράψιμο, όταν σου προκύπτει κάποιο ερώτημα.
Έχετε εντοπίσει ποτέ ανακρίβεια σε κάποιο από τα ιστορικά σας μυθιστορήματα;
Τα Πριμαρόλια τα διάβασα εγώ πενήντα φορές, τα διάβασε η μισή Πάτρα, και μετά από 4-5 χρόνια μου έγραψε μια συμπαθής κυρία που κατοικούσε στα Κύθηρα, και μου είπε «πολύ ωραίο το βιβλίο σας, αλλά γιατί στη σελίδα 453 γράφετε ότι πήρε 5 κιλά ζάχαρη, αφού τότε είχαμε οκάδες;». Σε ένα άλλο βιβλίο μου είχα γράψει ότι η Μαρία Βοναπάρτη είχε επαφές με τον Φρόιντ στον πόλεμο του ’12, ενώ στην πραγματικότητα αυτό έγινε αργότερα. Είμαστε άνθρωποι και δεν μπορούμε να φτάσουμε στην τελειότητα. Αλλά είναι άλλο να κάνεις μερικά λάθη πραγματολογικά και άλλο να φαίνεται από την αρχή η περιφρόνησή σου προς την ακρίβεια. Υπάρχουν συγγραφείς που υποστηρίζουν τη συγγραφική άδεια. Εγώ δεν την υποστηρίζω. Και, ειδικά για τον τόπο μας, που κινδυνεύουν να σβηστούν οι μνήμες του, επειδή δεν έχουμε τα σωστά βοηθήματα, είμαι άτεγκτη.
Έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο βλέπετε την Ελλάδα λόγω της ενασχόλησής σας με το ιστορικό μυθιστόρημα;
Ναι, επειδή έχω αναγκαστεί να πλησιάσω τους προγόνους μας, έχει αλλάξει η σχέση μου με την Ελλάδα. Με το να τρίβεσαι συνεχώς με την ιστορία, φτάνεις να σε απασχολεί ο ελληνισμός ολοένα και περισσότερο, ενώ πριν αρχίσεις την έρευνα μπορεί οι ιδιαιτερότητές του να ήταν απλώς κάτι που δεχόσουν. Όταν τρίβεσαι πολύ, οι ανησυχίες σου και ο καημός σου μεγαλώνουν. Συνειδητοποιείς και τα άλματα που έχει καταφέρει να κάνει και πικραίνεσαι πιο πολύ.
Με ποια άλλη εποχή θα θέλατε να καταπιαστείτε;
Θα ήθελα να γράψω για την εποχή ’17-’20. Έγιναν σημεία και τέρατα από τότε που ήρθε ο Βενιζέλος, αλλά κανείς δε θεωρεί ότι είναι συμφέρον του να τα ανοίξει.
Σας συμβαίνει να μεταφέρετε σκέψεις και βιώματα σας στο παρελθόν; Να τα προσαρμόζετε;
Με διακατέχει απολύτως η εποχή που μελετάω και φοβάμαι να της φορέσω καπέλο πράγματα από μια άλλη εποχή. Αυτό που πολλές φορές μου συμβαίνει είναι, όταν προσπαθώ να στήσω ένα χαρακτήρα στο παρελθόν, να με καθοδηγεί ένας χαρακτήρας του παρόντος. Όταν προσπαθώ να βγάλω τους διαλόγους, καμιά φορά καθοδηγούμαι από τις εμπειρίες μου, από τον τρόπο με τον οποίο σου απαντάει κάποιος που ξέρεις. Αυτά νομιμοποιείσαι να τα κάνεις, γιατί ο άνθρωπος δεν αλλάζει στους αιώνες.
Ποιο είναι το πιο δύσκολο από τα ιστορικά μυθιστορήματα που έχετε γράψει;
Το καθένα ήθελε μια προεργασία, είχε αλλού τη δυσκολία του: Για τα Λαυρεωτικά έπρεπε να μάθω πώς λειτουργεί ένα χρηματιστήριο –κι ας τα ξέχασα όλα μετά. Με τους Βαλκανικούς πολέμους διάβασα πάρα πολύ, αλλά μπόρεσα τελικά να καταλάβω τι κάναμε τότε. Το Ξιφίρ Φαλέρ είχε την πιο δύσκολη πλοκή. Αυτό που με δυσκολεύει πιο πολύ και στο οποίο αισθάνομαι ότι δεν είμαι αρκετά καλή, είναι το να προκαλώ πολύ δυνατά συναισθήματα. Αυτό που η Πηνελόπη Δέλτα το καταφέρνει με πέντε λέξεις μόνο.
Γράφετε εύκολα γενικά;
Όχι, δε γράφω εύκολα. Θα κάτσω στο γραφείο μου για 4-5 ώρες και θα είμαι ευχαριστημένη με δύο ή τρεις σελίδες, που μπορεί την άλλη μέρα να τις πετάξω. Γενικά το λέω συχνά αυτό στους νέους συγγραφείς: Αμα δε σ’ αρέσει, πέτα το, μη λυπάσαι τον κόπο σου, θα βγει κάποια άλλη στιγμή.
Ζήσατε σε μια εποχή που δεν ήταν αυτονόητο για τις γυναίκες να δραστηριοποιούνται επαγγελματικά, ούτε καν ως συγγραφείς. Ποια πιστεύετε ότι είναι η κατάσταση σε θέματα φεμινισμού και ισότητας σήμερα στην Ελλάδα;
Εγώ πρόλαβα το φεμινισμό την εποχή που λέγαμε στους άντρες «ό,τι μπορείτε να κάνετε εσείς, μπορούμε να το κάνουμε κι εμείς, και μάλιστα καλύτερα». Σήμερα θαυμάζω την πρόοδο που έχει γίνει στην ελλάδα. Η ταχύτητα με την οποία κατακτήσαμε τη θέση που έχουμε πλέον είναι εκπληκτική και δείχνει και μια γενναιοφροσύνη από την πλευρά των ανδρών. Αντιδρώ όμως πολύ στην ιδέα ότι επειδή ήμουν καταπιεσμένη κάποτε πρέπει τώρα κάτι να μου δώσεις. Το γυναικείο κίνημα είχε να κάνει με το «αφήστε μας να δουλέψουμε». Ε, μας άφησαν. Πολλά πράγματα είναι πιο καλά ζυγιασμένα στην εποχή σας και θα έπρεπε να το χαίρεστε και να το υμνείτε αυτό. Στην εποχή μας, κανένας άντρας δεν έμπαινε στην κουζίνα. Τώρα βοηθάνε -βοηθάνε και με τα παιδιά. Τι άλλο; Να τους κάνουμε κομμάτια και να τους φάμε; Πρέπει να συνεχίσουμε να προσφέρουμε, όχι ως γυναίκες, ως άνθρωποι.
Τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν συγγραφέα που θέλει να καταπιαστεί με το ιστορικό μυθιστόρημα;
«Διάβαζε», δε νομίζω ότι υπάρχει κάτι άλλο να πει κανείς. Και κάποια στιγμή θα σου έρθει πιεστικά η ανάγκη να εκφράσεις αυτό που έχεις μάθει. Και διάβαζε γενικά Ιστορία. Αν δε διαβάζεις Ιστορία, πώς θα μπεις ξαφνικά σε μια εποχή; Εκτός από το να διαβάζεις, βέβαια, πρέπει να σκέφτεσαι και λίγο. Κι αυτό έχει σχέση και με το ταλέντο, με το αν θα καταφέρεις να στήσεις τα πρόσωπα που θες για να ανασυστήσεις μια ολόκληρη εποχή.
Αυτή η συνέντευξη είναι η δεύτερη μιας σειράς από συζητήσεις που κάνω με γυναίκες συγγραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων. Λίγο (τρόπος του λέγειν) πριν ξεκινήσω τη δική μου βουτιά στο παρελθόν, ένιωσα την ανάγκη να ακούσω όσο το δυνατόν περισσότερα από συγγραφείς που έχουν ήδη κάνει ένα (τουλάχιστον) τέτοιο επιτυχημένο ταξίδι και έζησαν για να το διηγηθούν.
Μια συντομευμένη εκδοχή της συνέντευξης με την Αθηνά Κακούρη μπορείς να διαβάσεις εδώ.
UPDATE: Με την Αθηνά Κακούρη θα μιλήσουμε και ζωντανά την Τρίτη 24/2, στις 19.00, στο Free Thinking Zone, μαζί με τον Παρασκευά Καρασούλο. Ελάτε με τις δικές σας ερωτήσεις.