Τι σημαίνει για έναν άνθρωπο να μεγαλώνει γνωρίζοντας ότι πρέπει να έχει/φτιάξει/αποκτήσει πλούτο/περιουσία/αντικείμενα για να θελήσει κάποιος να τον «πάρει»;
Τι σημαίνει για τους εκπροσώπους ενός ολόκληρου φύλου να αισθάνονται ότι δεν έχουν κάποια αξία οι ίδιες, ως άτομα, και γι’ αυτό πρέπει να παράξουν αξία, για να προχωρήσουν κάποτε πέρα από την πατρική τους οικογένεια και να δημιουργήσουν τη δική τους ζωή;
Τι σημαίνει αυτή η δράση υποβιβασμού και αντιστάθμισης για ολόκληρη την κοινωνία;
Ποιο είναι το βάρος της προίκας (γιατί περί αυτού πρόκειται) και η ουσία της, τι κρύβει όλη αυτή η ενέργεια που βρίσκεται ακόμα κεντημένη πάνω σε χιλιόμετρα υφάσματος, ελπίδας και προσπάθειας, σε όλη την Ελλάδα;
Όταν πρότεινα στην Κανέλλα Αράπογλου, που είναι γραφίστας και εικαστικός, να μου μιλήσει για την έκθεσή της, Τα Προικιά, που εγκαινιάζεται την Πέμπτη 11/12 στο χώρο τέχνης -ισμός, δεν είχα, ομολογώ, συνειδητοποιήσει πόσο κοντά ήταν η θεματική της στους δικούς μου προβληματισμούς γύρω από τη γυναικεία δημιουργικότητα και την αίσθηση που έχουν διαχρονικά τα κορίτσια για το δικαίωμά τους στη ζωή, την ανεξαρτησία και την καταξίωση.
Η ιδέα με ιντρίγκαρε πρώτα αισθητικά, ύστερα ως μια κοινωνιολογική βουτιά στην παράδοση κι ακόμα πιο μετά, όταν πια έβλεπα τα έργα της Κανέλλας και την άκουγα να μου μιλάει γι’ αυτά, τότε ένιωσα το εύρος της συζήτησης που είχαμε ανοίξει.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την έκθεση;
Έψαχνα ένα χώρο να δείξω τα εικαστικά αντικείμενα και τα προσωπικά προτζεκτ με τα οποία ασχολούμαι πέρα από τις γραφιστικές μου δουλειές. Όταν είδα το χώρο του –ισμός, ένα παλιό αθηναϊκό σπίτι, ψηλοτάβανο, με ωραία πατώματα, μου θύμισε πολλά. Παλιά ο παππούς μου είχε παλαιοπωλείο στο Μοναστηράκι και ο μπαμπάς μου εργαστήριο δερμάτινων ειδών στο κέντρο της Αθήνας, κι έτσι η εικόνα του μου ήταν πολύ οικεία. Σκέφτηκα ότι θέλω αυτόν το χώρο, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς θα κάνω, και τον έκλεισα, και όταν γύρισα στο σπίτι, χωρίς να ξέρω την αιτία ή να μπορώ να το εξηγήσω λογικά, αποφάσισα έτσι απλά ότι “θα έκανα τα προικιά”.
Είχες ξανασχοληθεί με αυτό;
Όχι, αλλά μου αρέσει να κεντάω σε ανορθόδοξα υλικά –λαμαρίνες, ξύλα, χαρτόνια, ό,τι μπορώ να τρυπήσω. Η τεχνική με dots, που εφαρμόζω στα illustrations, ξεκίνησε από τα πλεκτά και τα κεντήματα που έκανα. Ίσως επειδή όποια γυναίκα ήξερα στην οικογένειά μου κεντούσε ή έπλεκε. Η γιαγιά μου έπλεκε από το πρωί ως το βράδυ, η μαμά μου και η θεία μου κεντούσαν από το πρωί ως το βράδυ -η θεία μου μάλιστα κεντούσε ρούχα για ηθοποιούς και τραγουδίστριες της παλιάς αθήνας, είχε φτιάξει και το φόρεμα της Αλίκης Βουγιουκλάκη στο Victor Victoria. Και ξαφνικά εγώ είχα αυτή την παρόρμηση, να ασχοληθώ με τα προικιά.
Και πώς ασχολήθηκες;
Ως γραφίστας κάνω πολύ μεγάλη έρευνα σε κάθε μου δουλειά. Θέλω να υπάρχει πάντα το concept, δεν μπορώ να λειτουργήσω μόνο για να βάλω πέντε έργα στους τοίχους. Ξεκίνησα λοιπόν να ψάχνω περισσότερο το θέμα της προίκας. Και από την αρχή εντυπωσιάστηκα από το πόσα πολλά θέματα κρύβονται πίσω από το θεσμό –κοινωνικά, πολιτικά, πολιτισμικά, ψυχολογικά. Οι περισσότεροι δε συνειδητοποιούμε ότι το προικοσύμφωνο καταργήγθηκε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Το θυμάμαι. Είχαμε πάει με την ξαδέρφη μου στη γιαγιά κι εκείνη της είπε «Γιαγιά, είσαι ίση με τον παππού, βγήκε νόμος» και η γιαγιά μου απάντησε «Τι; Θα μπει στην κουζίνα μου, δηλαδή;».
Πώς έκανες την έρευνά σου;
Μέσω ίντερνετ, πολύ, για το τι ακριβώς ήταν αυτό το πράγμα, τι σήμαινε για τις παλιές εποχές, εικόνες, τα πάντα. Επίσης μίλησα με κόσμο. Μιλάω έτσι κι αλλιώς συχνά με μεγάλους ανθρώπους, παππούδες και γιαγιάδες, ανέκαθεν το έκανα γιατί τρελαίνομαι ν’ ακούω τις ιστορίες τους. Κι ύστερα είδα ταινίες, πολλές, παλιές ασπρόμαυρες ελληνικές. Τη Θεία από το Σικάγο, π.χ.. Ή το Δεσποινίς ετών 39. Απίστευτες ταινίες. Άρχισα να συλλέγω και ιστορίες οικογενειακές, δικές μας. Η γιαγιά μου, από την πλευρά της μαμάς μου, πουήταν από την Αμπελώνα, κοντά στην Ανδρίτσαινα, δε δέχτηκε τον πρώτο γαμπρό που της προξένεψαν γιατί όταν του πήγαν τα προικιά της εκείνος παραπονέθηκε ότι έλειπε ένα καζάνι. Και η γιαγιά έκανε επανάσταση, είπε «δεν τον παίρνω». Μου είπαν πολλές ιστορίες για το πόσο εγκλωβισμένες ήταν, φοβερές ιστορίες, που σε κάνουν να σκέφτεσαι «πόσο τυχερή είμαι». Αλλά σ’ εκείνες δε φαινόταν περίεργο, σου λένε «έτσι ήταν, έπρεπε να μείνω σπίτι».
Και η έρευνα πού σε οδήγησε;
Όταν συνέλεξα τα στοιχεία μου, βγήκε μόνη της και η διαδρομή που ήθελα να ακολουθήσω. Ο χώρος του –ισμός έχει τρία δωμάτια και χρησιμοποίησα το καθένα σαν ένα σταθμό. Το πρώτο για να κάνω έναν εικονικό αναπροσδιορισμό του τι είναι η προίκα, αυτό το πράγμα που απορροφούσε ολόκληρη τη ζωή και την ενέργεια των γυναικών μέχρι να ολοκληρωθεί. Το δεύτερο ως το σκοτεινό κομμάτι του τι σήμαινε γι’ αυτές τις γυναίκες, που ένιωθαν εγκλωβισμένες, τόσο πριν από το γάμο όσο και μετά. Ακόμα και όταν τις πάντρευαν, δεν ήξεραν πού πάνε. Κι αυτό ίσχυε και για τους άντρες. Πέταγαν δύο παιδάκια το ένα πάνω στο άλλο και τους έλεγαν “θα ζήσετε μαζί το υπόλοιπο της ζωής σας”. Το τρίτο δωμάτιο λειτουργεί ως κάθαρση, ως το σημείο όπου συνειδητοποιείς πόσα πράγματα έχουμε κατακτήσει. Εγώ σήμερα μπορώ να φορέσω το κολάν μου και να βγω ό,τι ώρα θέλω για να τρέξω, ακόμα και με άντρες φίλους μου. Μπορώ να κάνω ό,τι δουλειά θέλω.
Μετά από όλη αυτή τη διαδρομή, πού κατέληξες; Τι ήταν τελικά η προίκα;
Ήταν πράγματα (από εργόχειρα μέχρι χρήματα ή ακίνητα) που έδινε η οικογένεια της νύφης στο γαμπρό, όταν παντρευόταν το ζευγάρι. Το θετικό σενάριο είναι ότι οι γονείς έδιναν την προίκα επειδή ήθελαν να εξασφαλισουν μια ζωή στο παιδί τους. Το αρνητικό, φυσικά, είναι ότι θα τους στοίχιζε περισσότερο το να την κρατήσουν σπίτι.
Υπάρχει όμως και το ζήτημα ότι το ζευγάρι παντρευόταν συνήθως επειδή ο γαμπρός είχε μείνει ικανοποιημένος από την προίκα.
Ναι, από την πλευρά του άντρα ήταν μια επένδυση.
Και τι σήμαινε για μια γυναίκα το ότι πρέπει να «πληρώσει» κάποιον για να την πάρει;
Με το που γεννιόταν ένα κορίτσι, η οικογένεια έπρεπε να αρχίσει να επενδύει στο να φτιαχτεί η προίκα του, αλλιώς δε θα μπορούσαν να το δώσουν. Άρα, φαντάζομαι, με το που γεννιόσουν ένιωθες ότι είσαι βάρος. Ήξερες ότι μαζεύουν λεφτά για να σε ξεφορτωθούν. Αλλά φυσικά ήθελες κι εσύ να ξεφύγεις, οπότε συνεργαζόσουν, γιατί η προίκα, εκτός από πλούτος ήταν και η απόδειξη της αξιοσύνης σου στο νοικοκυριό, άρα και ο τρόπος να δείξεις ότι αξίζεις τη θέση σου. Γι’ αυτό και τα προικιά ήταν τόσο εκλεπτυσμένα.
Όμως, συμβολικά, ήταν και η απόδειξη της ακύρωσης της αξίας σου.
Ναι. Οι γυναίκες ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, φυσικά. Και πάντα αναρωτιέμαι, αν νιώθεις πολίτης δεύτερης κατηγορίες πώς μπορείς να προχωρήσεις; Αναρωτιέμαι αν ζούσα σε άλλη, τέτοια, εποχή, πώς θα μπορούσα να εξελιχθώ. Όμως Τα Προικιά δεν είναι φεμινιστική έκθεση.
Δεν είναι;
Όχι. Δεν είμαι φεμινίστρια. Δε νιώθω την ανάγκη να κάνω κάποια επανάσταση. Ο φεμινισμός, για να εξισορροπήσει αυτό που γινόταν κάποτε, έπρεπε να φτάσει σε άλλα άκρα. Για μένα εξυπακούεται ότι πια τα δύο φύλα έχουν τα ίδια δικαιώματα και το ζήτημα της προίκας στα μάτια μου δεν είναι φεμινιστικό, αλλά καθαρά κοινωνικό.
Νομίζω ότι διαφωνώ, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Η δική μας «προίκα» ποια είναι;
Η δική μου είναι η θάλασσα, η μουσική, η ελευθερία μου, η γνώση, το διάβασμα, η σεξουαλικότητα, η επιλογή, ο έρωτας, που μπορείς να τον ζήσεις πια, το τρέξιμο. Ακούγεται αστείο, αλλά όταν τρέχω το κάνω για τον εαυτό μου, επειδή πιστεύω ότι είναι τέλειο που έχω την ελευθερία, την υγεία και δυο μου πόδια και μπορώ να τρέξω. Η προίκα μας είμαστε πλέον εμείς.
Credit φωτο Κανέλλας | Χάρης Σφακιανάκης