Τον πρώτο μου μαραθώνιο τον έκανα περπατώντας.
Το πρώτο μου βιβλίο το έγραψα μπλογκάροντας.
Φαινομενικά άσχετα, θα μου πεις, μεταξύ τους. Άκου, όμως, τι συμβαίνει:
Όπως έχω γράψει κι αλλού, εκείνος ο μαραθώνιος ήταν μοναδικός. Όχι μόνο επειδή ήταν ο πρώτος, αλλά επειδή ήμουν για λίγο πρώτη εγώ: ξεκινήσαμε με τη Χριστίνα και με τους υπόλοιπους του δυναμικού βαδίσματος (δυναμικό δεν ξέρω αν ήταν, βάδισμα πάντως ήταν σίγουρα) δύο ώρες περίπου πριν από τους δρομείς, κι έτσι είδαμε, ύστερα από λίγο, τους elite να έρχονται από πίσω μας και να μας προσπερνάνε. Κι ύστερα, το κύμα, ή μάλλον τα κύματα, όλος ο μαραθώνιος, τα τρίωρα, τα τετράωρα, κι εκείνοι που ήθελαν απλώς να τερματίσουν, όλοι από δίπλα μας, δε θα το ξεχάσω ποτέ.
Ένα το κρατούμενο.
Και για το άλλο έχω ξαναπαραπονεθεί: πόσο κρίμα να μην μπορείς να βγάζεις φωτογραφίες ενώ τρέχεις.
Πρώτον γιατί το τρέξιμο, η προπόνηση, εκ των πραγμάτων σε ρίχνει σε στιγμές και σε σκηνές ομορφιάς και ιδιαιτερότητας που δε θα τις πετύχεις αλλού. Και θες να τις μοιραστείς και αντί γι’ αυτό δεν τις βλέπει άλλος κανείς, γιατί εκείνη την ώρα δεν μπορείς να πέσεις από τα 10km/h και να τις τραβήξεις, goddammit.
Και δεύτερον: θα ‘χεις ακούσει ανθρώπους που αγαπάνε πολύ τη φωτογραφία να λένε ότι το να κάνουν τα πάντα με μια κάμερα (ή ένα κινητό πλέον) στο χέρι/μάτι, δεν τους αποσπά από τη στιγμή, δεν τους εμποδίζει να τη ζήσουν και να τη ρουφήξουν, αντίθετα τους βοηθάει να τη δουν με άλλα μάτια, πιο προσεκτικά, να διακρίνουν αποχρώσεις, σκιές, σημεία, ακόμα και συμβολισμούς που, αν δεν είχαν το φακό να τους τραβάει από τη μύτη, ίσως και να μην έπαιρναν χαμπάρι ποτέ.
Για μένα, τη λειτουργία αυτή της φωτογραφίας την έχει πάρει εδώ και χρόνια πάνω του το μπλόγκινγκ.
Σε κάποιον απ’ έξω μπορεί να φαίνεται αστείο: να γράφεις αυτό που ζεις, την ώρα που το ζεις, γιατί τόσο εστιασμένα; Κι όμως, τους κύκλους της ζωής μου που τους έζησα γράφοντας ταυτόχρονα γι’ αυτούς, τους έχω μέσα μου πολύ πιο ζωντανούς και ανάγλυφους απ’ ότι τους άλλους, ίσως γιατί το γράψιμο έκανε για μένα ταυτόχρονα αρχειοθέτηση σκέψεων, φιλτράρισμα συναισθημάτων, μεγέθυνση των σημείων που χρειάζονταν δουλειά, σκάλισμα του εαυτού και των σκοτεινών του σημείων, αποκάλυψη και άλλων, φωτεινών.
Έλα, όμως, που όταν κινείσαι είναι σχεδόν αδύνατο να γράφεις.
Μέχρι τη μέρα που με μια μηχανή θα μπορείς να μεταφέρεις τις σκέψεις σου, αυτομάτως, σε γραπτό, χωρίς να μεσολαβήσει περιττός χρόνος μετάβασης σε λεία και σταθερή επιφάνεια, χωρίς να μεσολαβήσει ούτε καν το χέρι σου, που συνήθως κάτι χαλάει στη ροή, μέχρι τότε λοιπόν, ακόμα και το να τουιτάρεις ένα μαραθώνιο σε real time θα είναι σημαντικά πιο δύσκολο από το να τον φωτογραφίσεις.
Όλα αυτά σκεφτόμουν περπατώντας, αυτά και το ότι διάβολε, ήταν αδύνατο φέτος να προπονηθώ για να τρέξω τα 42. Κι ύστερα -θυμάμαι ακόμα ακριβώς σε ποιο σημείο της Μεσογείων ήρθε το «ύστερα»- όλα αυτά κατέληξαν στο εξής: Θα τον περπατήσω. Και θα τον φωτογραφίσω. Ταυτόχρονα.
Μία φωτογραφία από κάθε χιλιόμετρο.
Την ώρα που το διανύω.
Όλες μαζί, 43.
Αν γίνεται; Δεν έχω ιδέα.
Πήρα τη δημοσιογραφική διαπίστευση («α, είστε η κοπέλα που θέλει να τον περπατήσει»), αλλά μπορεί να βρέχει.
Μπορεί οι τεχνικοί να μη μ’ αφήσουν να ξεκινήσω το περπάτημα στις 7.30, έτσι ώστε να προλάβω την αρχή και το τέλος, όπως τους αξίζει.
Μπορεί, λέει, να μη μου δώσουν ούτε νεράκι για ανεφοδιασμό.
Μπορεί να μην υπάρχει δίκτυο και πώς θα τις ανεβάζω στο Instagram και στο Twitter;
Μπορεί να τα φτύσω.
Μπορεί να πάει απόγευμα και να μην έχω φτάσει ακόμα στο Σταυρό και να με ψάχνετε γιατί θα ‘χω ξεμείνει και από μπαταρία.
Μπορεί να μη γίνεται να φωτογραφίζεις ούτε περπατώντας.
Μπορεί.
Αλλά θα ‘χει πλάκα.
ΥΓ. Αν τελικά γίνεται, θα μπορείς να παρακολουθήσεις το Instamarathon εδώ, εδώ κι εδώ.
ΥΓ2. Κάνε κι εσύ μια ευχή να μη βρέχει.