Τα βράδια, μόλις η γιαγιά Σαπφώ άναβε την καντήλα κη η φλόγα της τρεμόπαιζε, η Νένα πίστευε πως στους τοίχους και στα σκαλοπάτια της σκάλας που ανέβαζε στο υπνοδωμάτιό της κυνηγιόντουσαν σκιές. Όταν ερχόταν η ώρα να κοιμηθεί, ανέβαινε τρέχοντας, σκουντουφλώντας, να πάει γρήγορα να χωθεί στο κρεβάτι της. Βιαζόταν να φτάσει στο κεφαλόσκαλο, φοβόταν το σκοτάδι! Σαν νύχτωνε τα σκαλοπάτια ήταν πιο απότομα, τρίζανε πιο άγρια. Πολλές φορές παρίστανε ότι κοιμόταν, για να την πάρει αγκαλιά ο πατέρας της να την ανεβάσει εκείνος επάνω. Φοβόταν τα τρομαχτικά φαντάσματα που ζούσαν πίσω απ’ τους τοίχους, γιατί ήταν σίγουρη ότι στον σκελετό του παλιού ξύλινου σπιτιού υπήρχαν φυλακισμένα παράξενα πλάσματα. Αλλιώς, γιατί να ‘ναι τόσο κρύα και σκοτεινή η σκάλα, χειμώνα καλοκαίρι, γιατί μια να της πιάνουνε τη φτέρνα, μια να της τραβάνε το πασουμάκι όταν την ανέβαινε;
“Γιατί, Γιάγκο, γιατί έριξες όλα σου τα λεφτά στο εμπόριο τέτοια εποχή που ο πόλεμος έχει φουντώσει στη γειτονιά μας; Οι Βούλγαροι έχουν φτάσει στην Τσατάλτζα, λίγο ακόμα και θα πάρουν την Πόλη, κι εσύ ναύλωσες καράβι στη Μαύρη Θάλασσα;”
Δεν της αποκρίθηκε.
Εκείνο το καλοκαίρι σ’ ένα Κυκλαδονήσι γνώρισε τον Άλκη. Φίλος μιας συμφοιτήτριας, ήταν με μια άλλη παρέα. Ηλιοκαμένος, μελαχρινός, με μαύρα σγουρά μαλλιά, μαύρα μάτια, βλέμμα γελαστό, πονηρό – της φάνηκε το ίδιο το καλοκαίρι. Συναντήθηκαν στο “Ηλιοβασίλεμα”, ένα μπαράκι σκαρφαλωμένο στα βράχια, χτισμένο πάνω σε πασσάλους, όπου πήγαινε όλο το νησί να δει τη δύση του ήλιου και ν’ ακούσει κουσική. Οι παρέες ενώθηκαν, έγιναν μια συντροφιά, κι όταν ο ήλιος χάθηκε στη θάλασσα αποφάσισαν να πάνε όλοι μαζί για φαγητό. Στο τραπέζι κάθισε δίπλα της.
Τα κόκκινα λουστρίνια, Στέλλα Βρεττού, εκδόσεις Ωκεανίδα