Είπες όχι, η φιλοσοφία μου πέφτει βαριά; Είπες όχι, μου θυμίζει το Sorbonne II; Είπες όχι, μετά την Καρδερίνα μόνο κόμιξ;
Σε καταλαβαίνω.
Είπες ναι, πολύ ενδιαφέρον; Είπες ναι, ωραίο εξώφυλλο; Είπες ναι, αυτός ο Σαρτρ τα ‘χει πει όλα;
Μισό, πριν βάλεις το χέρι σου στη φωτιά, δες το λίγο και μέσα.
Έτσι πάει, πυκνογραμμένο και ανελέητο, για πολλές σελίδες. Σελίδες που βάζω το χέρι μου στη φωτιά τώρα ότι περιέχουν ιδέες που μπορούν να σου αλλάξουν την κοσμοθεωρία. Αποσπάσματα που μπορούν να σε μάθουν να σκέφτεσαι πιο στέρεα και πιο δημιουργικά. Σελίδες ολόκληρες που ενδεχομένως θα ήθελες να διαβάσεις ξανά και ξανά, για να μπεις στο νόημά τους και να τις κάνεις δικές σου, να καταλάβεις τι σημαίνουν για σένα, τη ζωή και τον κόσμο γύρω σου.
Κι αυτές τις σελίδες, κατά πάσα πιθανότητα, ούτε εσύ ούτε εγώ πρόκειται να τις διαβάσουμε ποτέ.
Κάποτε τις διάβασαν, πολλοί άνθρωποι. Άνθρωποι από εκείνους που, βάζω και το άλλο μου χέρι στη φωτιά, δε θες να φύγουν το βράδυ από το σπίτι σου, ακόμα κι όταν έχετε φάει και την τελευταία κουταλιά του γλυκού, θες να μείνουν εκεί και να τους ακούς να μιλάνε, γιατί η σκέψη τους είναι (και γίνεται συνεχώς όλο και πιο) στέρεη και πιο δημιουργική. Ίσως (και) επειδή κάποτε διάβασαν αυτές τις σελίδες.
Τι είχαν λοιπόν εκείνοι οι άνθρωποι, τότε; Τι ήταν αυτό που τους έκανε να χώνονται σ’ ένα τέτοιο βιβλίο άφοβα και με τσαμπουκά, χωρίς πολύ πολύ να τους απασχολεί το αν είναι εύκολο/ευχάριστο, αν κυλάει, αν τελειώνει γρήγορα και αν θα τους ζαλίσει έτσι, με τις ατελείωτες παραγράφους του (κι αν τους απασχολούσε το ξεπερνούσαν και ίσως η απάντηση στο ερώτημα -“ναι”- να τους πείσμωνε ακόμα πιο πολύ για να το διαβάσουν).
Ένα είδος πειθαρχίας του αναγνώστη, σκέφτομαι, που τη νοσταλγώ χωρίς καν, νομίζω, να την έχω γνωρίσει.
Πώς την αποκτάς;
Αν καλλιεργείται από τους μεγαλύτερούς σου, γονείς/δασκάλους/δημόσια πρόσωπα, την πάτησες: ό,τι πήρες πήρες κι αν ακόμα το πήρες κάποτε μπορεί να επαναστάτησες εναντίον του σφοδρά (Sorbonne II, θυμίζω). Αλλά, εδώ που τα λέμε, πήρες;
Αν καλλιεργείται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, την πάτησες: η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, πρακτικά κι από κουλτούρα, αποτελείται πια από bullet points και σε τραβάει διαρκώς σαν πειρασμός από τη μύτη, κωδικοποιώντας μ’έναν και μοναδικό τρόπο το χάος που δεν έχεις χρόνο να κωδικοποιήσεις εσύ.
Αν καλλιεργείται μέσα σου, από ανάγκες που γεννάει η σιωπή, η δημιουργική ανία, η μοναξιά, η συστηματική απόλαυση ελεύθερου χρόνου, την πάτησες: πότε ήταν η τελευταία φορά που βρέθηκες σε μέρος χωρίς μπιπ, χωρίς να έχεις κάτι ν’ασχοληθείς, πληκτρολόγιο ή οθόνη, χωρίς καμία έστω και ελάχιστα πιεστική δουλειά να σε βαραίνει; Εγώ δε θυμάμαι.
Θα μου πεις, χρειάζομαι πειθαρχία για τόσα πράγματα σ’ αυτή τη ζωή, γιατί να πρέπει να πειθαρχήσω και στο δύσκολο βιβλίο, στη δυσνόητη ταινία, σε μια ομιλία που απαιτεί συγκέντρωση 100%, σε ένα μουσικό κομμάτι που χρειάζεται ν’ακούσω δεκάδες φορές για να το νιώσω δικό μου;
Δεν ξέρω. Γιατί;
Νιώθω πολύ συχνά το λόγο να με πιέζει απαλά, από κάποια απόσταση, αλλά συνήθως κάνω ότι τον αγνοώ. Το ξέρω ότι είναι εκεί κι ότι αν δεν παραδεχτώ την παρουσία του θα χάσω κάτι σημαντικό απ’ αυτό που θα μπορούσε να είναι η ζωή μου. Τις λίγες φορές που βρίσκω την πειθαρχία, δε μου μένει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό.