Έγραψα ένα μικρό διήγημα για το 7ο τεύχος του Y-magazine, το περιοδικό του Youthnet Hellas.

Μετά που το έγραψα, συνειδητοποίησα ότι όσο δε μ’ αρέσει να διαβάζω διηγήματα τόσο μ’ αρέσει να γράφω.

Αυτό και ότι οι επιλογές είναι όλες σωστές, αρκεί να είμαστε έτοιμοι να τις υποστηρίξουμε.

Στην πραγματικότητα δεν ήξερε αν οι σταγόνες έπεφταν πάνω της από τον ουρανό ή από το τραγούδι.

Πρώτη φορά της είχε συμβεί εννιά χρονών, περιμένοντας το αστικό για το σπίτι. Είχε το καινούριο γουόκμαν στ’ αφτιά (δώρο του Ανέστη για τα γενέθλιά της –«αρκεί να μην το βάζεις δυνατά και βουίζουν τα αφτιά σου») κι εκεί που άκουγε το Still loving you ένιωσε ότι από τα ακουστικά ξεχυνόταν μια μπλε κορδέλα, που μπλεκόταν στα μαλλιά της μαζί με το τραγούδι.

Την πρώτη φορά που βρέθηκε στην όπερα (δώρο της μαμάς για τα Χριστούγεννα και με την ευκαιρία του καθιερωμένου ταξιδιού στην Αθήνα –«αρκεί να μην αρχίσεις πάλι αυτές τις ανοησίες για τους ήχους που είναι χρώματα» και «βιάσου, θέλω πριν να περάσουμε πριν από την Καλογήρου») ένιωσε τα όρια του εαυτού της να διαλύονται μέσα σε μία δίνη από γεύσεις, υφές, μυρωδιές (φυσικά και χρώματα), που ξεκινούσαν από τη σκηνή, στα πέντε μέτρα μπροστά της, και ξεχύνονταν σε ρεύματα σε όλο το χώρο, χωρίς κανείς και τίποτα ναμπορεί να τα σταματήσει –χωρίς κανείς και τίποτα να τα παίρνει χαμπάρι όπως εκείνη, εδώ που τα λέμε.

Για δέκα λεπτά φοβήθηκε ότι δεν θα αντέξει την ένταση της συναισθησίας, όμως αμέσως μετά συνειδητοποίησε κάτι παράδοξο: ότι η παρουσία της εκεί, στην αίθουσα με την αυστηρή αρχιτεκτονική, μπροστά στη σκηνή με τα περίτεχνα σκηνικά, μέσα σ’ αυτό το οικοδόμημα των κλασικών ήχων, της έδινε επιτέλους την ηρεμία και την ικανότητα να οργανώσει τα ερεθίσματα. Να τα συνθέσει σ’ ένα ποτάμι μέσα στο οποίο μπορούσε να κολυμπήσει χωρίς να πλαταγιάζει σπασμωδικά τα χέρια-φτερά της, και αντίθετα να προχωράει με ήρεμες απλωτές, και να ρουφάει το ρεύμα γύρω της όπως επέτρεπε και στο ίδιο να τη ρουφήξει.

Εκείνη την ημέρα η Μαρίνα Δρυμωνίτη κατάλαβε ότι έπρεπε να τραγουδήσει στην όπερα.

Να τραγουδήσει, αλλά πώς;

Οι καθηγητές της στο Ωδείο, ναι, την προόριζαν για τη Λυρική, αλλά εκείνη είχε κάθε χρόνο δυσκολία ακόμα και να πείσει τους δικούς της ότι αξίζει να τελειώσει το εξάμηνο (ούτε κουβέντα για να φτάσει ως το πτυχίο). «Αν πέσουν οι βαθμοί σου, να ξέρεις θα ‘ναι η τελευταία σου μέρα εκεί» της έλεγαν -και τους φανταζόταν να προσεύχονται μέσα τους να καταποντιστεί, ώστε να βρουν αφορμή να τη σταματήσουν.

Πλαγίως πάντα, την προόριζαν για το μαγαζί –υδραυλικά, χρώματα, εργαλεία, με έναν υπάλληλο στο ταμείο και τη βρόμα από το νέφτι να σου ποτίζει τα νεύρα. Ο πατέρας της της το ‘χε ξεκόψει: λεφτά για να πας να σπουδάσεις αλλού δεν έχει, αρκετά μας έφαγε ο Ανέστης με την Ιατρική του. Σκεφτόταν να μπει στην Πάτρα σε μια σχολή, ίσα για να πάρει ένα χαρτί, κι ύστερα να φύγει στην Αθήνα, να βρει μια δουλειά και μόλις σχόλαγε να ξημεροβραδιάζεται στο Ωδείο.

Αλλά δεν κρατιόταν.

Δεν την κρατούσαν τα πόδια της, ο κώλος της στην καρέκλα, να λύνει εξισώσεις και να διαβάζει τα κατεβατά. Δεν την κρατούσαν οι φίλοι της, η θάλασσα, τα τσιγάρα στο μώλο –τα τέσσερα χρόνια της φαίνονταν μια ζωή. «Γιατί δεν έρχεσαι στην Αθήνα, να μπεις στο Ωδείο κι ας δουλεύεις νύχτα σε μαγαζιά;» της είπε ο Ανέστης, και κοίταξε ανήσυχος πίσω του μην τον είχε ακούσει η μάνα τους και του ‘κοβε με συνοπτικές διαδικασίες την καρωτίδα.  Ήταν λες και με μια φράση τής είχε φορέσει μάσκα οξυγόνου και η Μαρίνα ένιωσε να ζαλίζεται από το φρέσκο αέρα στον εγκέφαλο. Την επόμενη μέρα το ανακοίνωσε στους γονείς, αφήνοντας απ’έξω το σενάριο με τα μαγαζιά. Τη μεθεπόμενη έμπαινε στο ΚΤΕΛ για την πρωτεύουσα.

***

Το κομμάτι είχε τελειώσει, ήταν ένα όνειρο, θα το έβαζε στο ριπίτ, άλλα οι σταγόνες συνέχιζαν να πέφτουν. Λεωφορείο ακόμα να φανεί, έπρεπε να πάρει πάλι ταξί αλλιώς θ’ αργούσε για την παράσταση.

Όταν είχε πρωτομετακομίσει στο διαμέρισμα της Ακρόπολης, ονειρευόταν ότι θα πηγαινοέρχεται στη δουλειά με τα πόδια.

Δεν την πείραζε πια που δεν πήγαινε για να τραγουδήσει εκείνη –είχε κλάψει πολύ γι’ αυτό για να τη νοιάζει ακόμα. Δεν την πείραζε που το μόνο που της ζητούσαν ήταν να βάζει τους ανθρώπους να καθίσουν –της άρεσε να σκέφτεται ότι αν έπρεπε να βρουν μόνοι τους τη θέση τους, η παράσταση δεν θα ξεκινούσε ποτέ. Δεν την πείραζε που, αν δεν δούλευε μέσα στη Λυρική, δεν θα μπορούσε μάλλον ποτέ να πληρώσει το εισιτήριο ενός Ντον Τζοβάννι, μια φορά το χρόνο –ήταν το μίνιμουμ που χρειαζόταν για να παραμένει ψυχικά υγιής και νοητικά λειτουργική.

Της αρκούσε που ήταν κάθε βράδυ εκεί –θα δούλευε εφταήμερο, αν την άφηναν και αν δεν γκρίνιαζαν οι κατά καιρούς γκόμενοί της («εμείς ένα βράδυ να μη βγούμε σαν άνθρωποι, δηλαδή;»).

Και τώρα είχε το κερασάκι στην τούρτα: να βγαίνει από το σπίτι κάθε πρωί και να βλέπει το βράχο. Όχι την κορυφή του, όχι τόσο πολύ. Αναγνώριζε το μεγαλείο του κτίσματος, αλλά αυτό που της έκοβε την ανάσα, κάθε φορά, για λόγους που ούτε η ίδια μπορούσε καλά καλά να καταλάβει, ήταν όλα όσα υπήρχαν από κάτω: πέτρες, ερείπια, σπίτια, γάτες και ζιζάνια, αγγεία, ιστορίες, όλα ανακατεμένα και απαρατήρητα. Της θύμιζε λίγο τον εαυτό της. Αν δεν υπήρχαν αυτά, η παράσταση στην κορυφή ίσως να μην ξεκίναγε ποτέ.

***

Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα, έβγαινε από την πόρτα του σπιτιού και έπεφτε πάνω σε τοίχο –η απέναντι πολυκατοικία φαινόταν σαν να είχε αφήσει εντελώς κατά λάθος ένα κενό εκεί που οι εργολάβοι θα ήθελαν να κάνουν τις εισόδους μεσοτοιχία. Αλλά σύντομα σταμάτησε να το παρατηρεί, έβγαινε πάντα απόγευμα, εξάλλου, ωδείο και ύστερα δουλειά –και τα ξημερώματα που γύριζε από το μαγαζί, είχε προλάβει να πάρει μια τζούρα από ουρανό ενώ περίμενε το πρώτο λεωφορείο. Μόνο που είχε σταματήσει να ακούει χρώματα και να μυρίζει μουσικές, λες και οι αισθήσεις της είχαν καταλάβει ότι έπρεπε να δουλεύουν υπερωρίες αυστηρά και μόνο στο πόστο τους για να πάρει σχήμα η αβεβαιότητα της καινούριας της ζωής.

Ο τοίχος άρχισε να την πλακώνει όταν ο γιατρός την ανάγκασε να σταματήσει τη δουλειά –«λίγο ακόμα και η φωνή σου θα είχε καταστραφεί δια παντός» της είπε, και η Μαρίνα νόμισε πως είχε διακρίνει πραγματική λύπη στο ύφος του. Και τότε, εκείνο το μήνα που έμεινε μακριά από το μαγαζί –μακριά από τα τσιγάρα, τα ουίσκια, τα υπερβολικά γυρίσματα της φωνής σε τραγούδια που δε θα ήθελε να είχε ακούσει ποτέ, αλλά που της πλήρωναν τα δίδακτρα και γι’ αυτό τα είχε συνηθίσει- άρχισε να κοιμάται νωρίς, να ξυπνάει αξημέρωτα σχεδόν και να παίρνει τους δρόμους.

Τριγυρνούσε σε γειτονιές που της φαίνονταν σαν να είχαν βγει από όπερες ή παραμύθια. Μετς, Μακρυγιάννη, Πετράλωνα, Φιλοπάππου, Νεάπολη, Λυκαβηττό. Περπατούσε με τα ακουστικά στα αφτιά και η μουσική άρχιζε να παίρνει κι άλλες υποστάσεις εκτός από χρώματα γύρω της. Γινόταν μυρωδιές, υφή από πέτρα και ξύλο, ένα λιωμένο πέταλο λουλουδιού ανάμεσα στα δάχτυλά της.

Σε μια τέτοια βόλτα, πρωινή, την πέτυχε ο πατέρας της στο κινητό. Στεκόταν μπροστά στον τελευταίο έρωτά της, ένα σπίτι στη Δημητρίου Αιγινήτου. Το ενοικιαστήριο ήταν ακόμη εκεί, περνούσε κάθε βδομάδα και το τσέκαρε. Μόλις δεν άντεχε άλλο να τοκοιτάζει, έπαιρνε τον ιδιοκτήτη, μήπως είχε αποφασίσει να ρίξει την τιμή, αλλά ήταν ανένδοτος. Τουλάχιστον όχι τόσα νοίκια μπροστά, τον παρακαλούσε, κι εκείνος της έκρωζε «όχι» με αποτροπιασμό, λες και οι αράχνες του έδιναν περισσότερα για να απλώνουν ιστούς στις γωνίες.

«Η μάνα σου μπήκε στο νοσοκομείο» της είπε ο πατέρας της «χρειαζόμαστε λεφτά να έρθουμε στην Αθήνα, εδώ δεν της δίνει σημασία κανείς». Εκείνη τη μέρα περπάτησε από την Κυψέλη ως την Κηφισιά και το βράδυ πήρε τηλέφωνο το πρώην αφεντικό της. «Για δύο μήνες μόνο» του είπε «Πρέπει να προσέχω τη φωνή». Στον ενάμιση μήνα επάνω συνάντησε στο δρόμο το γιατρό. Προσπάθησε να τον αποφύγει, αλλά εκείνος της κούνησε το χέρι, δεν μπορούσε να του το παίξει μουγκή. Στην τρίτη λέξη τη σταμάτησε. «Τραγουδάς νύχτα πάλι;». Η Μαρίνα χαμήλωσε το βλέμμα. Κι όταν το σήκωσε, δεν νόμισε, είδε τη λύπη του, ενώ της κούναγε τελεσίδικα το κεφάλι. Το βράδυ πήρε στην άκρη το αφεντικό. «Άλλους δύο μήνες» του είπε «χρειάζομαι λεφτά για την εγγύηση του σπιτιού». Αφού δεν θα τραγουδούσε ποτέ στη Λυρική, ας έβλεπε τουλάχιστον χρώματα και φως όποτε έβγαινε από το σπίτι.

***

Στο τρίτο repeat στερέωσε καλύτερα την τσάντα στον ώμο της και ξεκίνησε με τα πόδια.

Τελικά, δεν το είχε κάνει ποτέ. Δεν είχε περπατήσει ούτε μία φορά την απόσταση από το σπίτι στη δουλειά, λες και το να μείνει πιστή σε αυτό το όνειρο θα της θύμιζε κάθε φορά ότι είχε προδώσει με αξιοθρήνητο τρόπο το άλλο. Έμπαινε κάθε απόγευμα στο λεωφορείο, σαν να το είχε αγοράσει πακέτο με το συμβιβασμό. Έριχνε μια ματιά από το τζάμι στην Ακρόπολη και ύστερα κατέβαζε μηχανικά το σκεβρωμένο κουρτινάκι.

Τώρα χτυπούσε τα τακούνια της με δύναμη στο πεζοδρόμιο, νευριασμένη που το τραγούδι στ’ αφτιά της ήταν μόνο μουσική, οι σταγόνες μόνο νερό, ο ήχος των παπουτσιών απλά χτυπήματα. Πήρε τον υπεύθυνο στο κινητό, του είπε ότι θ’ αργήσει. «Μην έρθεις καθόλου» της είπε ο Βλάσης, φαντάστηκε ότι θα ήταν σοβαρό, τόσα χρόνια δεν είχε λείψει ούτε μέρα.

Αλλά και η όπερα ήταν εκεί για κείνη, κάθε βράδυ. Και όχι μόνο το κτίριο˙ και οι συνάδελφοι και οι ηθοποιοί, που ήταν σαν να τραγουδούσαν για την ίδια. Και τα προγράμματα και τα έργα, που κάθε σεζόν λες και διαλέγονταν ειδικά για να τη βάλουν να σκεφτεί ένα κομμάτι της ζωής της, αυτό που ήταν έτοιμο να γίνει αντικείμενο σκέψης. Κι έτσι η Μαρίνα έπαιρνε εκείνο που είχε μεγαλύτερη ανάγκη απ’ αυτή τη δουλειά που της είχε ξεγλιστρήσει μέσααπό τα χέρια. Και πολλές φορές, καθισμένη στο σκαμνάκι της στην άκρη της αίθουσας, ενώ οι προβολείς άχνιζαν από πάνω, σκεφτόταν ότι ήταν σοφά επιλεγμένος ο διακανονισμός –κι ας ένιωθε ότι κανείς δεν την είχε ρωτήσει πριν τον οριστικοποιήσει: ξανά και ξανά κάτι της μάθαινε η ακύρωση της ματαιοδοξίας της, η απουσία του χειροκροτήματος, η έλλειψη της στιγμιαίας επιβεβαίωσης που θα την έλουζε κάθε βράδυ αν ήταν εκείνη πάνω στη σκηνή.

Ξαναπήρε τον Βλάση. «Έχεις δίκιο, θα γυρίσω να ξεκουραστώ» του είπε και αντί να στρίψει για τη Λυρική συνέχισε ν’ ανεβαίνει στάζοντας προς το Λυκαβηττό. Ας έχανε τον Ντον Τζιοβάννι αυτή τη φορά. Απόψε θα ένωνε ξανά όλες της τις αισθήσεις.

 

Newsletter

Ενημερώσεις, αποκλειστικότητες, τέτοια.

Σ' ευχαριστώ για την εγγραφή, θα τα πούμε σύντομα!